Λάμπρος Κωνσταντάρας

«Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρόλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα.

Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαραί, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φυνές ταυτοχρόνως!

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13 και σύμφωνα με τον γιο του Δημήτρη «τον ενοχλούσε η αλληλουχία του 13 στη ζωή του, αλλά όντας και φοβιτσιάρης είχε βρει τρόπο να το ξεπερνά»  Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας χρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα πριν αρχίσουν τα προβλήματα με τους Έλληνες της Πόλης. Λόγω ακριβώς της καταγωγής αλλά και της οικονομικής ευμάρειας της οικογένειας, δόθηκε στον Λάμπρο καλή ανατροφή και μόρφωση. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας ήταν Τσολάογλου (άλλαξε λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, οπότε ο πρόγονός του Κωνσταντίνος με τη δυνατή φωνή, τη φωνή σαν «αντάρα», έγινε Κώστας ο Αντάρας, δηλαδή Κωνσταντάρας).

Η οικογένεια Κωνσταντάρα προόριζε τον Λάμπρο για αξιωματικό του Ναυτικού ή για bijoutier, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση. Τον έστειλαν λοιπόν αρχικά στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, αλλά ο Λάμπρος το’σκασε και χώθηκε σε ένα καράβι που πήγαινε για Πειραιά, γλιτώνοντας παράλληλα το στρατοδικείο, ίσως και τη φυλάκιση, χάρη στην επέμβαση ενός θείου του συνταγματάρχη. Στη συνέχεια, το 1931, τον έστειλαν στο Παρίσι για να ειδικευτεί στα μυστικά της κοσμηματοποϊίας και να γίνει εκτιμητής πολύτιμων λίθων.

Ο Λάμπρος έδειχνε να αποδέχεται την επιλογή της οικογένειας, αργότερα όμως οι δικοί του ανακάλυψαν ότι τα χρήματα που του έστελναν εκείνος τα χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίζει στον εαυτό του μια υπέροχη μποέμικη ζωή. Χωρίς να διστάσει η οικογένεια Κωνσταντάρα έκοψε τα εμβάσματα και τότε ο Λάμπρος άρχισε να εργάζεται ως κομπάρσος στο θέατρο ΑΤΕΝΕ του Λουί Ζουβέ, προκειμένου να εξασφαλίζει ένα χαρτζιλίκι, αλλά παράλληλα έκανε διάφορες άλλες δουλειές. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να φοιτά στη Σχολή του Ζουβέ και στη συνέχεια έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή.

Σε λίγο άρχισε να ξεχωρίζει με το όνομα Constan Daras. Η Κολέτ μάλιστα έγραψε «Ένας Έλλην ξεπέρασε τους Γάλλους». Ο Κωνσταντάρας έπαιξε και στον Γαλλικό κινηματογράφο και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έπαιξε με την κα Κατερίνα στα «Παράσημα της γριούλας» και επέστρεψε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στο θέατρο. Με το ξέσπασμα του πολέμου, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα, επιστρατεύτηκε, τραυματίστηκε και όταν απολύθηκε ξεκίνησε και πάλι την καριέρα του στην Ελλάδα. Αρχικά εμφανίστηκε στο θίασο της Κοτοπούλη συμμετέχοντας στον «Δον Ζουάν» του Ωμπέ, συνέχισε στο θίασο του Αργυρόπουλου με το «Στραβόξυλο» του Ψαθά, κ.ά.

Η πρώτη συμμετοχή του σε ελληνική ταινία έγινε το 1939 στο φιλμ «Το τραγούδι του γυρισμού». Ακολούθησαν πλήθος ταινιών (πάνω από εβδομήντα) μεταξύ των οποίων αναφέρουμε ενδεικτικά: «Φωνή της καρδιάς», «Ραγισμένες καρδιές», «Καταδρομή», «Μαρίνα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ο γεροντοκόρος», «Υιέ μου υιέ μου», «Υπάρχει και φιλότιμο», «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», «Ο φαφλατάς», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Τζένη Τζένη», «Ο μπλοφατζής» (κέρδισε το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), κ.ά.

Η παρουσία του Λάμπρου Κωνσταντάρα υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στο θέατρο. Αφού αρχικά, όπως είπαμε, συμμετείχε σε διάφορους θιάσους, πολύ γρήγορα χρίστηκε πρωταγωνιστής, παίζοντας για αρκετές σεζόν με την κα Κατερίνα, ως συνθιασάρχης, στη συνέχεια με τον Μάνο Κατράκη, με τη Μιράντα, με την Έλσα Βεργή, τη Βίλμα Κύρου, την Τζένη Καρέζη, την Μάρω Κοντού, την Έλλη Λαμπέτη κ.ά.,

Παρουσιάζοντας έργα όπως «Η θεατρίνα» του Σώμερσετ Μωμ, «Παράξενο Ιντερμέτζο» του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Ροζ αμαρτία» των Ν. Τσιφόρου- Πολ. Βασιλειάδη, «Κρατικές υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, «Η βροχή» του Σώμερσετ Μωμ, «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» των Ασ. Γιαλαμά –Κ. Πρετεντέρη, «Τσιν-Τσιν» του Φρανσουά Μπιλετντό, κ.ά.

Η τελευταία θεατρική δουλειά του Λάμπρου Κωνσταντάρα παρουσιάστηκε την περίοδο 1978-79 στο θέατρο ΔΙΑΝΑ με το έργο»Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη, ενώ η τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν με την ταινία «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981). Αλησμόνητη ήταν και η εμφάνισή του στην τηλεόραση με το σίριαλ «Εκείνες κι εγώ», που ξεκίνησε να προβάλλεται στην ΥΕΝΕΔ το 1976.

Ο Λάμπρος παντρεύτηκε δυο φορές. Το 1945 με την Γιούλη Γεωργοπούλου από την οποία απέκτησε τον γιο του Δημήτρη (γνωστό δημοσιογράφο), και το 1971 με την Φιλιώ Κεκάτου. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε τον Ιούνιο του 1985, αλλά εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό που τον αγάπησε και τον παρακολούθησε καθ’όλη τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του, απολαμβάνοντας το πληθωρικό ταλέντο του σε ρόλος που τον χαρακτήρισαν.

Για όλους ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα είναι πάντα ο αγαπημένος γλεντζές, ο αρχοντάνθρωπος της ελληνικής μεγάλης οθόνης, ο εκπληκτικός Μαυρογυαλούρος, ο αμετανόητος μπλοφατζής, το χαριτωμένο γεροντοπαλίκαρο που όταν ερωτευόταν άκουγε μέσα του το χλιμίντρισμα του αλόγου, ο γλυκός πατέρας της Αλίκης, ένας από τους πιο αγαπημένος έλληνες ηθοποιούς.



ΠΗΓΗ
Share on Google Plus

About iordanis

Καλώς ορίσατε στο Παπαγάλο Του Διαδικτύου! Ο σκοπός δημιουργίας αυτού του blog είναι η συγκέντρωση αναρτήσεων που βρίσκουμε κατά καιρούς στο διαδίκτυο και μας κινούν το ενδιαφέρον, αλλά δεν αποτελούν απαραίτητα θέση και άποψη του παρόντος ιστολογίου. Ελπίζουμε να βρείτε θέματα που σας ενδιαφέρουν και να μας επισκέπτεστε συχνά!

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου