Η σάλτσα Tabasco είναι η πιο διάσημη καυτερή σάλτσα πιπεριάς ανά τον κόσμο. Πωλείται σε 180 χώρες και η ημερήσια παραγωγή της αγγίζει τις 500.000 φιαλίδια.
Από τα τέλη του 1860, οπότε δημιουργήθηκε, η σάλτσα Tabasco ήταν «παρούσα» σε όλους τους πολέμους, σαν απαραίτητο συστατικό στα στρατιωτικά γεύματα. Αν και έχουν περάσει περίπου 150 χρόνια από τη στιγμή που παρασκευάστηκε η πρώτη παρτίδα της σάλτσας, η συνταγή της παραμένει ίδια μέχρι σήμερα. Στον κόσμο δεν είναι γνωστά, παρά μόνο τα βασικά συστατικά της σάλτσας, ενώ οι λεπτομέρειες κρατιούνται ως επτασφράγιστο μυστικό.
Η σάλτσα που γεννήθηκε μετά τον εμφύλιο
Όλα ξεκίνησαν στον αμερικάνικο εμφύλιο, όταν η περιουσία της οικογένειας του τραπεζίτη Έντμουντ Μακ Ιλένι, που βρισκόταν στο νησί Άιβερι, καταστράφηκε. Η οικογένεια που ζούσε σε αυτό το μικρό κομμάτι γης στη Λουιζιάνα είχε αναγκαστεί να το εγκαταλείψει επειδή είχαν εγκατασταθεί εκεί οι βόρειοι. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και ο τραπεζίτης επέστρεψε στο σπίτι του, όλα είχαν καταστραφεί. Όλα, εκτός από τις μικρές κόκκινες πιπεριές που είχε φυτέψει πριν να φύγει.
Οι πιπεριές προέρχονταν από την περιοχή του Παλιού Μεξικού και αρχικά, μερικές από αυτές βρέθηκαν στα χέρια του Μακ Ιλένι σαν δώρο από έναν στρατιώτη που είχε πολεμήσει στον πόλεμο του Μεξικού. Ο τραπεζίτης, έχοντας χάσει τα πάντα, δεν είχε άλλη επιλογή, από το να ασχοληθεί με τις πιπεριές. Έτσι, το 1868 αποφάσισε να φτιάξει μια σάλτσα με βασικά συστατικά, εκτός από την πιπεριά, το ντόπιο αλάτι, και λευκό γαλλικό ξίδι.
Η σάλτσα που γεννήθηκε μετά τον εμφύλιο
Όλα ξεκίνησαν στον αμερικάνικο εμφύλιο, όταν η περιουσία της οικογένειας του τραπεζίτη Έντμουντ Μακ Ιλένι, που βρισκόταν στο νησί Άιβερι, καταστράφηκε. Η οικογένεια που ζούσε σε αυτό το μικρό κομμάτι γης στη Λουιζιάνα είχε αναγκαστεί να το εγκαταλείψει επειδή είχαν εγκατασταθεί εκεί οι βόρειοι. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και ο τραπεζίτης επέστρεψε στο σπίτι του, όλα είχαν καταστραφεί. Όλα, εκτός από τις μικρές κόκκινες πιπεριές που είχε φυτέψει πριν να φύγει.
Οι πιπεριές προέρχονταν από την περιοχή του Παλιού Μεξικού και αρχικά, μερικές από αυτές βρέθηκαν στα χέρια του Μακ Ιλένι σαν δώρο από έναν στρατιώτη που είχε πολεμήσει στον πόλεμο του Μεξικού. Ο τραπεζίτης, έχοντας χάσει τα πάντα, δεν είχε άλλη επιλογή, από το να ασχοληθεί με τις πιπεριές. Έτσι, το 1868 αποφάσισε να φτιάξει μια σάλτσα με βασικά συστατικά, εκτός από την πιπεριά, το ντόπιο αλάτι, και λευκό γαλλικό ξίδι.
Ο πολτός της πιπεριάς ωρίμασε μαζί με το αλάτι για 30 ημέρες σε ξύλινα βαρέλια, όμοια με αυτά στα οποία ωριμάζει το ουίσκι και μετά αναμείχτηκε με το ξίδι και παρέμεινε για άλλες 30 ημέρες.
Η συσκευασία σε μπουκαλάκια αρώματος και η κατοχύρωση του ονόματος Tabasco
Όταν η πρώτη παρτίδα ήταν έτοιμη, ο Μακ Ιλένι αποφάσισε να τη συσκευάσει σε μπουκάλια κολόνιας, με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη σάλτσα ήταν καλύτερα να ψεκάζεται στο φαγητό και όχι να περιχύνεται. Αρχικά έδωσε κάποια μπουκαλάκια σε φίλους και γνωστούς του για να δοκιμάσουν και μετά τα πρώτα θετικά σχόλια, το 1869 αποφάσισε να στείλει δείγματα για δωρεάν δοκιμή σε εμπόρους.
Η σάλτσα του τραπεζίτη ονομάστηκε Tabasco, που στ ινδιάνικα σημαίνει «γη, όπου το χώμα είναι ζεστό και υγρό», όπως ήταν δηλαδή το χώμα στο νησί Άιβερι. Η σάλτσα ενθουσίασε αμέσως όσους τη δοκίμασαν και άρχισε να πωλείται σε παντοπωλεία της Νέας Ορλεάνης προς ένα δολάριο το μπουκαλάκι. Το 1872 ο Μακ Ιλένι κατοχύρωσε την πατέντα του και έκτοτε η σάλτσα Tabasco συνεχίζει να κυκλοφορεί με την ίδια συνταγή και όνομα. Ο Μακ Ιλένι, που έφυγε από τη ζωή το 1890, αν και είχε δημιουργήσει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα προϊόντα παγκοσμίως, δεν το είχε αναφέρει καθόλου στα απομνημονεύματά του.
ΠΗΓΗ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου