Ο εργάτης της υποκριτικής τέχνης που αγωνίστηκε και εξορίστηκε για τα πιστεύω του. Το ιερό τέρας του ελληνικού θεάτρου και πανιού έβαλε σκοπό με το ψηλορείτικο ανάστημά του την ολύμπια φωνή του να μετατραπεί σε σύμβολο αγωνιστή και μαχόμενου πολιτικά καλλιτέχνη, αφήνοντας μια εξέχουσα πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική παρακαταθήκη που δύσκολα θα βρει όμοιό της.
Με περισσότερα από 50 χρόνια προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, ερμηνείες συγκλονιστικές, βραβεία και επαίνους, ο Μάνος Κατράκης τίμησε το επάγγελμα και ποίησε πράγματι ήθος, τόσο με τους εμβληματικούς ρόλους του όσο και με το ίδιο το παράδειγμα της ζωής του.
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής», θα αποκαλύψει ήδη από πολύ νωρίς στην καριέρα του, θεωρώντας πρωτίστως την τέχνη ως κοινωνικό λειτούργημα παρά ανάγκη έκφρασης: «Η έντιμη και σωστή θεώρηση της τέχνης», θα πει το 1981, «οδηγούν τον καλλιτέχνη στο σωστό δρόμο. Έτσι το έργο του γίνεται δεκτό από όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από πολιτικές ή όποιες άλλες διαφορές».
Τις αριστερές του πεποιθήσεις θα τις πλήρωνε βέβαια ακριβά, αν και για τον ίδιο αυτό δεν θα ήταν παρά μια ζοφερή μεν, μικρή δε υποσημείωση της πλούσιας ζωής του. Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής αλλά και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, ο Κατράκης θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Για τις ιδέες του θα απολυθεί από το Εθνικό Θέατρο, θα συλληφθεί και όταν θα αρνηθεί να υπογράψει τη δήλωση της ντροπής των πολιτικών φρονημάτων, θα εξοριστεί στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άι-Στράτη μέχρι και το 1952.
Το αγροτόπαιδο από την Κρήτη που έκανε όλη τη θεατρική Αθήνα να υποκλιθεί στα υποκριτικά του χαρίσματα ήδη από τα πρώτα βήματά του στο σανίδι το 1928 ήταν ένας φλογερός αγωνιστής που υπέμεινε με σθένος και απαράμιλλη γενναιότητα τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια, γράφοντας με την προσωπική του διαδρομή συλλογική Ιστορία. Αυτός, ο μέγιστος των ελλήνων ηθοποιών, ο ταγμένος καλλιτέχνης και μαχόμενος πολιτικά άνθρωπος, θα κάνει τον συναγωνιστή του Γιάννη Ρίτσο να πει: «Στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη».
Ο Κατράκης στρατεύτηκε στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος και της εργατικής τάξης ξέροντας ότι η καριέρα του, που μόλις αχνοχάραζε, θα γκρεμιζόταν από τη φαυλότητα της εποχής. Κι όμως, παραήταν «πολύς» για να τον κάμψουν οι πολιτικές μικρότητες και οι φρικαλεότητες των λογής καθεστώτων, ιδρύοντας κάποια στιγμή το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην καλλιτεχνική και αγωνιστική του πορεία.
«Ένας άνθρωπος που στρατεύεται, μένει στρατευμένος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του», ισχυριζόταν ο πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης που δεν άφησε ωστόσο τα πολιτικά να εμπλακούν στην καρδιά της τέχνης του, μια τέχνη τρυφερή και ειλικρινής που θα τον φέρει το 1961 να κλέψει το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο από τον Λόρενς Ολιβιέ και τον Μπαρτ Λάνκαστερ!
Το αρχέτυπο του Οιδίποδα, του Προμηθέα Δεσμώτη, του Καπετάν Μιχάλη, του Δον Κιχώτη, του Βασιλιά Λιρ και του Οθέλλου ξεπεράστηκε μόνο από την αγάπη του και τον μόχθο για την ίδια τη ζωή και τους αγώνες της, τους οποίους περιέβαλλε με τη σεμνότητα και την αταλάντευτη πολιτική του στάση…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάνος Κατράκης γεννιέται στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων της Κρήτης ως το μικρότερο από τα πέντε παιδιά ενός τοπικού εμπόρου. Οι δουλειές ωστόσο μόνο καλά δεν πήγαιναν και δέκα χρόνια αργότερα η οικογένεια θα ψάξει την τύχη της στην Αθήνα, μετακομίζοντας στην πρωτεύουσα το 1919.
Ο μικρός Μάνος είχε ήδη κολλήσει βέβαια το μικρόβιο της υποκριτικής και έπαιζε σε σχολικές παραστάσεις, όταν δεν όργωνε φυσικά τα ποδοσφαιρικά γήπεδα, καθώς ο έρωτάς του για τη στρογγυλή θεά ήταν κι αυτός κεραυνοβόλος. Κι έτσι θα παίξει βασικός στον Κεραυνό και αργότερα στον Αθηναϊκό, αν και τελικά θα τον κέρδιζε το θέατρο. Το ντεμπούτο του σε θεατρική σκηνή θα συμβεί μάλιστα πριν καν κλείσει τα 18 χρόνια της ζωής του, με τον θίασο «Οι Νέοι». Η υποκριτική του δεινότητα ενθουσίασε τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1928, θα κάνει και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21».
Ο νεαρότατος Κατράκης μάγεψε την αθηναϊκή θεατρική κοινότητα και αμέσως θα ενταχθεί στον περίφημο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Μυράτ, όντας πια μόνιμο μέλος του. Το 1930 θα μετακινηθεί στο Λαϊκό Θέατρο και ήδη από το 1932 θα βρει τη νέα θεατρική του στέγη στο νεότευκτο Εθνικό Θέατρο (Βασιλικό Θέατρο τότε), όπου θα αφήσει ήδη παρακαταθήκη συγκλονιστικές ερμηνείες, όπως μας πληροφορούν οι κριτικοί θεάτρου της εποχής για τη σκηνική παρουσία του νεαρού Μάνου.
Μέχρι το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο Κατράκης είχε ανέβει γρήγορα τα σκαλιά της θεατρικής ιεραρχίας και πλέον ήταν ένας καθιερωμένος ηθοποιός παρά το νεαρότατο της ηλικίας του. Η δεκαετία του 1930 του ανήκε καθοριστικά, καθώς καταξιώθηκε υποκριτικά, συνδέθηκε με αληθινή φιλία με πολλές προβεβλημένες προσωπικότητες του τόπου και έκανε και τον πρώτο του (σύντομο) γάμο με την ηθοποιό Άννα Λώρη. Ταυτοχρόνως, εκδήλωσε τα αριστερά του αισθήματα, αυτά που θα του έφερναν ευθύς αμέσως τόσες σκοτεινές περιπέτειες…
Πόλεμος, Κατοχή και εξορία
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Μάνος Κατράκης έφυγε για το μέτωπο, αφού βεβαίως εκδιωχθεί κακήν κακώς από το Εθνικό για τα πολιτικά του φρονήματα. Ο ηθοποιός ήταν άτυπα προστάτης οικογενείας, καθώς ο έμπορος πατέρας του έλειπε στο εξωτερικό, αν και πολέμησε γενναία στο μέτωπο, όταν και έλαβε χώρα ένα σοβαρό ατύχημα καβάλα στο άλογό του που λίγο έλειψε να του στερήσει τη ζωή. Το άλογό του παραπάτησε και τον πλάκωσε, μένοντας καταπλακωμένος εκεί πολλές ώρες, μέχρι να τον εντοπίσουν περαστικοί στρατιώτες και να τον μεταφέρουν τραυματία στο Μέτσοβο.
Ο Κατράκης επιβίωσε από τις πολεμικές περιπέτειες, αν και για πολύ καιρό θεωρούνταν αγνοούμενος και οι δικοί του τον νόμιζαν νεκρό. Η μητέρα του ξαφνιάστηκε μάλιστα όταν τον είδε, καθώς τα κακά μαντάτα για τον χαμό του είχαν φτάσει και στα δικά της αυτιά. Αν και ο πόλεμος θα ήταν η αρχή των περιπετειών της ζωής του.
Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα ένας δεύτερος και εξίσου σύντομος γάμος, αλλά και μια προσωπική τραγωδία, καθώς ο Κατράκης θα ζήσει να δει νεκρά τα δίδυμα παιδιά του κατά τη γέννα. Παρά ταύτα και με τις πόρτες κλειστές πια στο θέατρο για τον κομμουνιστή ηθοποιό, ο Κατράκης αναλαμβάνει πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και καλεί στις πρώτες απεργίες για τις κακές συνθήκες εργασίας και τα πενιχρά μεροκάματα, την ίδια στιγμή όμως ιδρύεται κάτω από τις δικές του πρωτοβουλίες το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Ο μεγάλος μας ηθοποιός θα παραμείνει στη Θεσσαλονίκη για τα επόμενα τρία χρόνια αναλαμβάνοντας ρόλους στο νεοϊδρυθέν θέατρο και το 1946 θα επιστρέψει τελικά στο Εθνικό Θέατρο. Αν και πάλι η Ιστορία θα μπλεκόταν στα πόδια του.
Αφού εκδιωχθεί και πάλι από το Εθνικό για τα αριστερά του φρονήματα, ο Κατράκης θα ενταχθεί στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και θα συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση, ζώντας από πρώτο χέρι τις θηριωδίες αλλά και τις κακουχίες του βουνού. Μετά καλείται να υπογράψει τη δήλωση μετανοίας για τα πολιτικά του πιστεύω και όταν αρνείται θα εγκαινιαστεί η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του, τα εφτά σχεδόν χρόνια που θα περάσει στα κολαστήρια της Ικαρίας, της Μακρονήσου και του Άη Στράτη, όπου θα παραμείνει έγκλειστος μέχρι και το 1952.
Ο αγωνιστής του αλβανικού μετώπου και αντάρτης στη διάρκεια της Κατοχής πήρε πρώτα τις ευλογίες της μητέρας του πριν αρνηθεί να υπογράψει το χαρτί της ντροπής. Ο διάλογος με τη μητέρα του την περίοδο των διώξεών του είναι εδώ δηλωτικός: «-Τι είναι, Μανόλη; -Θες να έρθω στο σπίτι, μάνα; Θέλεις; -Πώς θα ’ρθεις; -Ε, θα υπογράψω και θα ’ρθω. -Ίντα θα υπογράψεις; -Δήλωση. -Ίντα είναι η δήλωση; -Ότι δεν είμαι αυτό που είμαι. -Και δεν είσαι; -Είμαι. -Ε, μην υπογράψεις, κερατά. Μην υπογράψεις!». Και δεν υπέγραψε.
Η ηρωική του στάση στη Μακρόνησο θα μείνει θρυλική και ο Κατράκης θα ξεπηδήσει από τις περιπέτειες της εποχής ως ένας από τους πιο συνεπείς και ακατάβλητους αγωνιστές. Οι αλφαμίτες που τον ξυκολοπούσαν σκληρά, τον ρωτούσαν: «Θα γονατίσεις, Κατράκη;». «Βαράτε παιδιά, αυτή τη χάρη δε θα σας την κάνω», τους έλεγε αυτός. «Τι παριστάνεις, Κατράκη;». «Τον άνθρωπο!», τους έλεγε αυτός. Όπως τα θυμόταν και ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1984: «Μπορεί στη Μακρόνησο να με λιανίσανε στο ξύλο, αλλά όταν την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και πήρα μια βαθιά ανάσα, ανάπνευσα ιώδιο, αέρα καθαρό, και ο αέρας ο καθαρός και το ιώδιο, πίστεψέ με, ήταν τα γιατρικά και τα φάρμακά μας την εποχή εκείνη. Το παιδί όταν γεννιέται και το βάζουνε στα μπαμπάκια γίνεται φιλάσθενο, γίνεται ασθενικό. Όταν τ’ αφήνουνε στο χώμα, γίνεται θηρίο».
Η ζωή του στη Μακρόνησο θα άξιζε ενδεχομένως ξεχωριστή αναφορά, καθώς στα διαβόητα «σχολεία επανένταξης» όταν έβλεπε να δέρνουν κάναν αδύναμο, πάντα έμπαινε μπροστά για να υπερασπιστεί το άδικο λέγοντας: «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα». Ενδεικτικοί της λεβεντιάς του είναι οι στίχοι που του αφιέρωσε ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος: «Σύντροφε Μάνο, Κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης / Έρωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη / στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη / μες τη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του / μες τη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου».
Κατοπινή καριέρα
Ο Κατράκης επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωσή του το 1952, αν και πια όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον ιδεολόγο κομμουνιστή. Ο ίδιος διοργάνωνε τώρα «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη, καθώς το μετεμφυλιακό κλίμα ήταν ιδιαιτέρως εχθρικό απέναντί του, αν και τελικά το τεράστιο ταλέντο του δεν θα τον κρατούσε μακριά από το σανίδι για καιρό. Στη σκηνή θα ξανανέβει με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και αφού περάσει από πολλές θεατρικές εταιρίες (μεταξύ των οποίων και της Κυβέλης το 1955), θα συγκροτήσει τελικά τον δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου, γράφοντας νέες χρυσές σελίδες στο ελληνικό θέατρο.
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, γράφοντας για άλλη μια φορά θεατρική ιστορία. Εκεί θα γνωρίσει τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία και θα συνεχίσει μέχρι το 1967, υποστηρίζοντας πια συστηματικά το νεοελληνικό έργο και διασκευάζοντας ταυτοχρόνως ο ίδιος το καζαντζακικό έργο. Τους χειμώνες το υπαίθριο θέατρό του φιλοξενούνταν σε κλειστούς χώρες και περιόδευε εκτεταμένα τόσο στην ελληνική επαρχία όσο και στο εξωτερικό.
Το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίον του Άρεως, κι έτσι ο μεγάλος Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία πότε με τον δικό του θίασο και ποτέ συνεργαζόμενος με άλλες εταιρίες.
Στο Εθνικό Θέατρο δεν θα επέστρεφε παρά το 1972, γράφοντας πια τους μεγαλύτερους καλλιτεχνικούς του θριάμβους, ως Οθέλλος, Δον Κιχώτης κ.λπ., αλλά και στην Επίδαυρο πια, αφήνοντας εποχή στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1973) αλλά και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974).
Ο Κατράκης συνεργάστηκε με όλους τους πρωταγωνιστές της εποχής και συμμετείχε ενεργά σε μια σειρά από κορυφαίες παραστάσεις του τόπου. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1984, αν και την ανεπανάληπτη φωνή του δεν σταμάτησε ποτέ να τη δανείζει ενσαρκώνοντας τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας έμειναν κλασικές.
Αξιοζήλευτη ήταν και η κινηματογραφική του καριέρα, όπου το ιερό αυτό τέρας της ελληνικής υποκριτικής άφησε παρακαταθήκη συγκλονιστικές ερμηνείες, όπως στον «Μαρίνο Κοντάρα» (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» (1961), στην «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη (1962) κ.λπ. Οι βραβεύσεις του μεγάλου αυτού θεατράνθρωπου περιλαμβάνουν το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (για τη «Συνοικία το όνειρο») αλλά και το Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την αξιομνημόνευτη ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» (1961) του Τζαβέλλα.
Τελευταία του συνεισφορά στο ελληνικό σινεμά ήταν στο αριστούργημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα», όπου όλος ο πλανήτης πια είχε τη δυνατότητα να απολαύσει τη συγκλονιστική του ερμηνεία, σήμα-κατατεθέν μιας σπουδαίας υποκριτικής καριέρας.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας, ο μοναδικός Μάνος Κατράκης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου 1984, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο των πνευμόνων, καθώς το τσιγάρο δεν το έκοψε ποτέ. Δίπλα του ήταν η παντοτινή του αγάπη, η Λίντα Άλμα, με την οποία παντρεύτηκε το 1954 και τους χώρισε μόνο ο θάνατος.
Ο άξιος αυτός γιος της Ρωμιοσύνης είχε όνειρο να ξαναπαίξει τον Βασιλιά Λιρ και όταν ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει για στερνή φορά, έβγαλε τη μάσκα του οξυγόνου και είπε στον Θύμιο Καρακατσάνη: «Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Λιρ». Το οποίο δεν θα προλάβαινε να ανεβάσει, καθώς τον έκλεψαν οι ουρανοί…
ΠΗΓΗ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου