Πριν διηγηθούμε την φατριαστική διαπάλη, η οποία αρχίζει να εντείνεται και να κορυφώνεται το τρίτο έτος της επανάστασης , θα προσπαθήσουμε εν είδι εισαγωγής να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε το φαινόμενο, ώστε και ο αναγνώστης να μπορεί πιο εύκολα να παρακολουθήσει τις Οβιδιακές πολιτικές μεταμορφώσεις των ηγετών της επανάστασης.
Η προεπαναστατική κοινωνία στον Ελλαδικό χώρο είχε μια μακρά παράδοση κοινοτισμού με τους κατά τόπους προκρίτους να ηγούνται πολιτικά των χωρικών, να χειρίζονται τοπικά προβλήματα, να αντιπροσωπευουν την κοινότητα τους στην Πύλη, να εισπράττουν τους φόρους ως ενοικιαστές. Το στοιχείο της εκλογής των προκρίτων στην αρχή της χρονιάς ήταν εθιμικό και διακοσμητικό, αφού χάρις την οικονομική τους επιφάνεια και το γόητρο που απολάμβαναν στις τοπικές κοινωνίες τους τις περισσότερες φορές ήταν ισόβιοι και το αξίωμα τους το κληρονομούσαν τα παιδιά τους. Οι μετέπειτα οπλαρχηγοί της Επανάστασης σε περίπτωση που δεν ήταν κλέφτες η αρματωλοί, λειτούργούσαν ως προσωπική σωματοφυλακή ("κάποι") των προκρίτων, άρα ήταν υπό μια έννοια υποτακτικοί τους.
Αυτή η τάξη πραγμάτων ήταν μοιραίο να διασαλευτεί με το ξέσπασμα της Επανάστασης και την αναρχία που συνήθως επακολουθεί. Αρχικά όλοι οι πρόχειροι οργανισμοί κεντρικής διοίκησης που συστήθηκαν ελέγχονταν πλήρως από τους προκρίτους και τους Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Νέγρης κτλ),μια νέα πολιτική δύναμη που αναδείχθηκε χάρις την εγγραματοσύνη της που αρχικά στις πρώτες Εθνοσυνελεύσεις αποτέλεσε πολύτιμο πλεονέκτημα.
Η πρώτη ανοιχτή αμφισβήτηση των πρωτείων των προκρίτων ήρθε από τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς, αλλά αυτή σύντομα εξουδετερώθηκε όταν ο αδερφός του απέτυχε στην εξέγερση του στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες αλλά και επειδή ο ίδιος ο Υψηλάντης εκ χαρακτήρος αποστρεφόταν τις έριδες και τις δολοπλοκίες.
Η δεύτερη αμφισβήτηση της εξουσίας των προκρίτων προήλθε από τος οπλαρχηγούς, ειδικά μετά την συντριβή του Δράμαλη όταν το γόητρο της Κυβέρνησης καταβαραθρώθηκε επειδή κατέφυγε στα πλοία όταν φάνηκε ο κίνδυνος. Ταυτόχρονα η νεοσχηματιζόμενη φατρία των "στρατιωτικών" (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Νικήτας Σταματελόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Τσόκρης κτλ) μαζί με την Πελοποννησιακή Γερουσία (πρόκριτοι Μαυρομιχαλαίοι κτλ) και τον Υψηλάντη (Φιλικοί) χάρις την σθεναρή τους στάση, είχαν αποσπάσει την εμπιστοσύνη όλων των χωρικών και του απλού λαού. Συχνά οι οπλαρχηγοί άρχισαν να μιλούν για "γοβέρνο μιλιτάρε" (στρατιωτική κυβέρνηση), ώστε να διευθύνουν οι ίδιοι καταλληλότερα τον απελευθερωτικό Αγώνα.
Πολλές μαρξιστικές γραφίδες που ασχολήθηκαν με την επανάσταση (Σταματόπουλος, Βουρνάς) τονίζουν υπεραπλουστευτικά τον δήθεν "ταξικό χαρακτήρα" της διαμάχης αυτής. Οι φτωχοί δημοκρατικοί Αγωνιστές που μάχονται "για την ελευθερία και τα δίκια του λαού" και οι πλούσιοι ολιγαρχικοί Τουρκο - κοτζαμπάσηδες, οι καταπιεστές του λαού που καταπνίγουν τις ελευθερίες του. Το σχήμα είναι αρκετά ελκυστικό αλλά είναι ολοφάνερο ότι απέχει από την σύνθετη Ιστορική πραγματικότητα, αφού αδυνατεί να εκφράσει το κλίμα της εποχής, την ιδεολογία και τα πραγματικά κίνητρα των πρωταγωνιστών.
Πρώτα - πρώτα σε καμία περίοδο της διαπάλης για την εξουσία δεν υφίσταται μια φατρία - παράταξη με ταξική ομοιογένεια και συνείδηση. Τα πρόσωπα αλλάζουν συνεχώς φατρία με την μεγαλύτερη πιθανή ευκολία, με τις παρατάξεις να τους δέχονται χωρίς επιφυλάξεις. Σχετικά παραδείγματα είναι η ένταξη του Φαναριώτη Θοδωρή Νέγρη στην φατρία των οπλαρχηγών μετά την Εθνοσυνέλευση στο Άστρος και τον παραμερισμό του από τον Μαυροκορδάτο, η αποδοχή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της προεδρίας του εκτελεστικού που ελεγχόταν από τους προκρίτους αδιαφορώντας για τους όρκους που είχε κάνει με τους στρατιωτικούς λίγους μήνες πριν, το εντυπωσιακό πέρασμα του μεγαλοκοτζαμπάση της Καρύταινας Κανέλλου Δεληγιάννη στην φατρία των Κολοκοτρωναίων, όταν έμεινε εκτός εξουσίας.
Την ίδια διαδρομή ακολούθησαν οι μεγαλοκοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαίμης όταν η Κυβέρνηση παρά την προσφορά τους στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο τους έθιξε αλλά και ορμώμενοι από τοπικιστικά ελατήρια, καθώς οι Στερεοελλαδίτες και οι νησιώτες ήλεγχαν την κυβέρνηση. Άλλο κλασσικό παράδειγμα είναι του γενναίου πολεμιστή και Φιλικού Αναγνωσταρά, ο οποίος αφού ζήτησε δύο φορές από την στρατιωτική φατρία (Κολοκοτρώνης κτλ) να σφάξει χωρίς έλεος τους προκρίτους, εντάχθηκε στο κόμμα τους στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, αναλαμβάνοντας και υπεύθυνος για τα στρατιωτικά.
Αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης πρόσκαιρα εντάχθηκε στο κόμμα των προκρίτων δεχόμενος την θέση του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού (της Κυβέρνησης δηλ), αποκομίζοντας μεγάλα προσωπικά πολιτικά οφέλη, που όμως αποδείχθηκαν πρόσκαιρα. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Γρηγόριου Δίκαιου (Παπαφλέσσα), ο οποίος ξεκίνησε ως Φιλικός και φανατικός εχθρός των προυχόντων. Συνετέλεσε με την παράτολμη ορμή του στην έκρηξη της επανάστασης, κατηγορώντας ανοιχτά τους προύχοντες ως προσκυνημένους.
Συντάχθηκε με τον Υψηλάντη και τον Κολοκοτρώνη δίνοντας τους σχετικούς όρκους, ενώ λίγο μετά συντέλεσε στην πτώση της Τριπολιτσάς στα χέρια των "κυβερνητικών" καταλήγοντας "μινίστρος" για την Παιδεία και τα Εκκλησιαστικά, πριν τον ομολογουμένως ηρωικό θάνατο του στο Μανιάκι. Την ίδια ακριβώς πορεία ακολούθησε ο Ιωάννης Μακρυγιάνης, ο οποίος από πρωτοπαλίκαρο των Κολοκοτρωναίων και υφιστάμμενος του κατά πολύ νεότερου του "Γενναίου", έγινε κυβερνητικός "στρατηγός" με δικό του ένοπλο σώμα το οποίο επίσης απέσπασε από τα παλαιά αφεντικά του. Τα μέλη των δύο κομμάτων που δημιουργήθηκαν δεν είχαν ούτε κοινή ιδεολογία, ούτε κοινά οράματα για το μέλον της Ελλάδας. Άλλωστε ο μοναδικός λόγος για τον οποίο επικράτησαν οι "κυβερνητικοί", ήταν ότι οι άγγλοι δανειστές καταμεσίς του εμφυλίου επέλεξαν τους Υδραίους νησιώτες εφοπλιστές για να δώσουν τις λίρες του δανείου της Ανεξαρτησίας.
Κάποιοι μαρξιστές αποδίδουν τον χαρακτηρισμό "ολιγαρχικοί" στην φατρία των προκρίτων και "αποκαλούν "δημοκρατικούς" τους οπλαρχηγούς. Το πόσο "δημοκρατικός" είναι κάποιος ο οποίος (Νικηταράς ο "Τουρκοφάγος") θέλει να εγκαταστήσει στρατιωτική δικτατορία ("γοβέρνο μιλιτάρε"), η αυτός που ποδηγετεί και κατευθύνει δια της βίας την εκλογή πληρεξουσίων, παραμένει ένα ερωτηματικό. Άλλωστε όλοι οι πρωταγωνιστές, πλην των Φαναριωτών, είχαν μια εντελώς θολή γνώση (αν είχαν κάποια) για τις ιδεολογίες του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, τα πολιτευματα της Γαλλίας και της Αμερικής.
Η ψηφοφορία η ίδια, στις πόλεις των επαρχιών γινόταν δια βοής με τον κόσμο να μαζεύεται στην πλατεία και να επικυρώνει αυτόν που του παρουσίαζε ο εκάστοτε ισχυρός της περιοχής. Ο εκλογικός νόμος δεν προέβλεπε καμία διαδικασία ψηφοφορίας, και ο πληρεξούσιος εκλεγόταν με ομοφωνία και οι ψηφοφόροι υπέγραφαν όλοι το σχετικό έγγραφο της εκλογής του. Υπάρχουν πολλές καταγγελίες στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας για νοθεία και άσκηση πολιτικής βίας, αλλά είναι δύσκολο να ανιχνευτεί ποιες είναι καταγγελίες έγκυρες και ποιες υποκινούμενες από την αντίπαλη φατρία.
Ο πρώτος πρέσβης της Αγγλίας Ντώκινς αναφέρει ότι καμία Ελληνική Εθνοσυνέλευση την εποχή της επανάστασης δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Διακριθείς στην "πολιτική" χειραγώγηση των χωρικών, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης περιγράφει με λιτό τρόπο στα απομνημονεύματα του πως "έπειθε" με απειλές τους κατοίκους της υπαίθρου να υποστηρίζουν τους υποψηφίους που υποδείκνυε. Άλλωστε στα χρόνια της αναρχίας πριν την έλευση του Όθωνα, όταν οι συγκεκριμένοι "δημοκρατικοί", όπως θα δούμε, ήλεγχαν όλη την ύπαιθρο πλην του Ναυπλίου, η αυθαιρεσία, η βία, η ανομία και η ληστεία εξαθλίωσε πλήρως τους πληθυσμούς που υποδέχτηκαν τον Όθωνα σαν "μεσσία" που θα τους απάλλασσε από την αφόρητη καταπίεση των οπλαρχηγών.
Ένας άλλος ενδιαφέροντας πολιτικός διαχωρισμός που έτεμνε κάθετα την ταξική κοινωνική διαστρωμάτωση στην Επαναστατική Ελλάδα, ήταν ο έντονος τοπικισμός που οφειλόταν στην αντίληψη των περισσοτέρων Ελλήνων ότι Πατρίδα τους είναι η περιοχή που έζησαν όλη τους την ζωή και η αντίληψη τους ότι άλλοι ομοεθνείς τους σε άλλες επαναστατημένες περιοχές είναι "ξένοι".
Η αντίθεση Πελλοπονήσιων Στερεοελλαδιτών - Νησιωτών είναι ένα ισχυρό σχήμα που θα το δούμε να λειτουργεί συχνά και να καθοδηγεί τους πρωταγωνιστές στις αποφάσεις τους. Αυτό που βλέπουμε να κατευθύνει όλα τα πρόσωπα χωρίς εξαίρεση στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι το προσωπικό συμφέρον και η φιλοδοξία, η αγωνία να μην μείνουν εκτός αξιωμάτων και τελικά η δίψα για εξουσία. Το κοινό όραμα για μια ελεύθερη πατρίδα ερχόταν δεύτερο στις προτεραιότητες όλων.
Σε μερικές δε περιπτώσεις οπλαρχηγών που είχαν γαλουχηθεί με τις αρχές του αρματολισμού στην Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα ήταν και εντελώς ασήμαντο. Υπήρχαν και φωνές λογικής υπέρ της γενικότερης ενότητας (Πανούτσος Νοταράς, Δημ. Υψηλάντης) αλλά αυτές παρέμειναν στο περιθώριο σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Αναμφίβολα η έλλειψη μιας Αρχής με αδιαφιλονίκητο κύρος παραδεκτή από όλους (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Καποδίστριας, κάποιος ξένος Βασιλιάς) φλόγιζε την ακόρεστη φιλοδοξία όλων και τους έσπρωχνε στην φιλονικία για τα πρωτεία.
ΠΗΓΗ
Η προεπαναστατική κοινωνία στον Ελλαδικό χώρο είχε μια μακρά παράδοση κοινοτισμού με τους κατά τόπους προκρίτους να ηγούνται πολιτικά των χωρικών, να χειρίζονται τοπικά προβλήματα, να αντιπροσωπευουν την κοινότητα τους στην Πύλη, να εισπράττουν τους φόρους ως ενοικιαστές. Το στοιχείο της εκλογής των προκρίτων στην αρχή της χρονιάς ήταν εθιμικό και διακοσμητικό, αφού χάρις την οικονομική τους επιφάνεια και το γόητρο που απολάμβαναν στις τοπικές κοινωνίες τους τις περισσότερες φορές ήταν ισόβιοι και το αξίωμα τους το κληρονομούσαν τα παιδιά τους. Οι μετέπειτα οπλαρχηγοί της Επανάστασης σε περίπτωση που δεν ήταν κλέφτες η αρματωλοί, λειτούργούσαν ως προσωπική σωματοφυλακή ("κάποι") των προκρίτων, άρα ήταν υπό μια έννοια υποτακτικοί τους.
Αυτή η τάξη πραγμάτων ήταν μοιραίο να διασαλευτεί με το ξέσπασμα της Επανάστασης και την αναρχία που συνήθως επακολουθεί. Αρχικά όλοι οι πρόχειροι οργανισμοί κεντρικής διοίκησης που συστήθηκαν ελέγχονταν πλήρως από τους προκρίτους και τους Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Νέγρης κτλ),μια νέα πολιτική δύναμη που αναδείχθηκε χάρις την εγγραματοσύνη της που αρχικά στις πρώτες Εθνοσυνελεύσεις αποτέλεσε πολύτιμο πλεονέκτημα.
Η πρώτη ανοιχτή αμφισβήτηση των πρωτείων των προκρίτων ήρθε από τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς, αλλά αυτή σύντομα εξουδετερώθηκε όταν ο αδερφός του απέτυχε στην εξέγερση του στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες αλλά και επειδή ο ίδιος ο Υψηλάντης εκ χαρακτήρος αποστρεφόταν τις έριδες και τις δολοπλοκίες.
Η δεύτερη αμφισβήτηση της εξουσίας των προκρίτων προήλθε από τος οπλαρχηγούς, ειδικά μετά την συντριβή του Δράμαλη όταν το γόητρο της Κυβέρνησης καταβαραθρώθηκε επειδή κατέφυγε στα πλοία όταν φάνηκε ο κίνδυνος. Ταυτόχρονα η νεοσχηματιζόμενη φατρία των "στρατιωτικών" (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Νικήτας Σταματελόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Τσόκρης κτλ) μαζί με την Πελοποννησιακή Γερουσία (πρόκριτοι Μαυρομιχαλαίοι κτλ) και τον Υψηλάντη (Φιλικοί) χάρις την σθεναρή τους στάση, είχαν αποσπάσει την εμπιστοσύνη όλων των χωρικών και του απλού λαού. Συχνά οι οπλαρχηγοί άρχισαν να μιλούν για "γοβέρνο μιλιτάρε" (στρατιωτική κυβέρνηση), ώστε να διευθύνουν οι ίδιοι καταλληλότερα τον απελευθερωτικό Αγώνα.
Πολλές μαρξιστικές γραφίδες που ασχολήθηκαν με την επανάσταση (Σταματόπουλος, Βουρνάς) τονίζουν υπεραπλουστευτικά τον δήθεν "ταξικό χαρακτήρα" της διαμάχης αυτής. Οι φτωχοί δημοκρατικοί Αγωνιστές που μάχονται "για την ελευθερία και τα δίκια του λαού" και οι πλούσιοι ολιγαρχικοί Τουρκο - κοτζαμπάσηδες, οι καταπιεστές του λαού που καταπνίγουν τις ελευθερίες του. Το σχήμα είναι αρκετά ελκυστικό αλλά είναι ολοφάνερο ότι απέχει από την σύνθετη Ιστορική πραγματικότητα, αφού αδυνατεί να εκφράσει το κλίμα της εποχής, την ιδεολογία και τα πραγματικά κίνητρα των πρωταγωνιστών.
Πρώτα - πρώτα σε καμία περίοδο της διαπάλης για την εξουσία δεν υφίσταται μια φατρία - παράταξη με ταξική ομοιογένεια και συνείδηση. Τα πρόσωπα αλλάζουν συνεχώς φατρία με την μεγαλύτερη πιθανή ευκολία, με τις παρατάξεις να τους δέχονται χωρίς επιφυλάξεις. Σχετικά παραδείγματα είναι η ένταξη του Φαναριώτη Θοδωρή Νέγρη στην φατρία των οπλαρχηγών μετά την Εθνοσυνέλευση στο Άστρος και τον παραμερισμό του από τον Μαυροκορδάτο, η αποδοχή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της προεδρίας του εκτελεστικού που ελεγχόταν από τους προκρίτους αδιαφορώντας για τους όρκους που είχε κάνει με τους στρατιωτικούς λίγους μήνες πριν, το εντυπωσιακό πέρασμα του μεγαλοκοτζαμπάση της Καρύταινας Κανέλλου Δεληγιάννη στην φατρία των Κολοκοτρωναίων, όταν έμεινε εκτός εξουσίας.
Την ίδια διαδρομή ακολούθησαν οι μεγαλοκοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαίμης όταν η Κυβέρνηση παρά την προσφορά τους στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο τους έθιξε αλλά και ορμώμενοι από τοπικιστικά ελατήρια, καθώς οι Στερεοελλαδίτες και οι νησιώτες ήλεγχαν την κυβέρνηση. Άλλο κλασσικό παράδειγμα είναι του γενναίου πολεμιστή και Φιλικού Αναγνωσταρά, ο οποίος αφού ζήτησε δύο φορές από την στρατιωτική φατρία (Κολοκοτρώνης κτλ) να σφάξει χωρίς έλεος τους προκρίτους, εντάχθηκε στο κόμμα τους στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, αναλαμβάνοντας και υπεύθυνος για τα στρατιωτικά.
Αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης πρόσκαιρα εντάχθηκε στο κόμμα των προκρίτων δεχόμενος την θέση του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού (της Κυβέρνησης δηλ), αποκομίζοντας μεγάλα προσωπικά πολιτικά οφέλη, που όμως αποδείχθηκαν πρόσκαιρα. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Γρηγόριου Δίκαιου (Παπαφλέσσα), ο οποίος ξεκίνησε ως Φιλικός και φανατικός εχθρός των προυχόντων. Συνετέλεσε με την παράτολμη ορμή του στην έκρηξη της επανάστασης, κατηγορώντας ανοιχτά τους προύχοντες ως προσκυνημένους.
Συντάχθηκε με τον Υψηλάντη και τον Κολοκοτρώνη δίνοντας τους σχετικούς όρκους, ενώ λίγο μετά συντέλεσε στην πτώση της Τριπολιτσάς στα χέρια των "κυβερνητικών" καταλήγοντας "μινίστρος" για την Παιδεία και τα Εκκλησιαστικά, πριν τον ομολογουμένως ηρωικό θάνατο του στο Μανιάκι. Την ίδια ακριβώς πορεία ακολούθησε ο Ιωάννης Μακρυγιάνης, ο οποίος από πρωτοπαλίκαρο των Κολοκοτρωναίων και υφιστάμμενος του κατά πολύ νεότερου του "Γενναίου", έγινε κυβερνητικός "στρατηγός" με δικό του ένοπλο σώμα το οποίο επίσης απέσπασε από τα παλαιά αφεντικά του. Τα μέλη των δύο κομμάτων που δημιουργήθηκαν δεν είχαν ούτε κοινή ιδεολογία, ούτε κοινά οράματα για το μέλον της Ελλάδας. Άλλωστε ο μοναδικός λόγος για τον οποίο επικράτησαν οι "κυβερνητικοί", ήταν ότι οι άγγλοι δανειστές καταμεσίς του εμφυλίου επέλεξαν τους Υδραίους νησιώτες εφοπλιστές για να δώσουν τις λίρες του δανείου της Ανεξαρτησίας.
Κάποιοι μαρξιστές αποδίδουν τον χαρακτηρισμό "ολιγαρχικοί" στην φατρία των προκρίτων και "αποκαλούν "δημοκρατικούς" τους οπλαρχηγούς. Το πόσο "δημοκρατικός" είναι κάποιος ο οποίος (Νικηταράς ο "Τουρκοφάγος") θέλει να εγκαταστήσει στρατιωτική δικτατορία ("γοβέρνο μιλιτάρε"), η αυτός που ποδηγετεί και κατευθύνει δια της βίας την εκλογή πληρεξουσίων, παραμένει ένα ερωτηματικό. Άλλωστε όλοι οι πρωταγωνιστές, πλην των Φαναριωτών, είχαν μια εντελώς θολή γνώση (αν είχαν κάποια) για τις ιδεολογίες του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, τα πολιτευματα της Γαλλίας και της Αμερικής.
Η ψηφοφορία η ίδια, στις πόλεις των επαρχιών γινόταν δια βοής με τον κόσμο να μαζεύεται στην πλατεία και να επικυρώνει αυτόν που του παρουσίαζε ο εκάστοτε ισχυρός της περιοχής. Ο εκλογικός νόμος δεν προέβλεπε καμία διαδικασία ψηφοφορίας, και ο πληρεξούσιος εκλεγόταν με ομοφωνία και οι ψηφοφόροι υπέγραφαν όλοι το σχετικό έγγραφο της εκλογής του. Υπάρχουν πολλές καταγγελίες στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας για νοθεία και άσκηση πολιτικής βίας, αλλά είναι δύσκολο να ανιχνευτεί ποιες είναι καταγγελίες έγκυρες και ποιες υποκινούμενες από την αντίπαλη φατρία.
Ο πρώτος πρέσβης της Αγγλίας Ντώκινς αναφέρει ότι καμία Ελληνική Εθνοσυνέλευση την εποχή της επανάστασης δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Διακριθείς στην "πολιτική" χειραγώγηση των χωρικών, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης περιγράφει με λιτό τρόπο στα απομνημονεύματα του πως "έπειθε" με απειλές τους κατοίκους της υπαίθρου να υποστηρίζουν τους υποψηφίους που υποδείκνυε. Άλλωστε στα χρόνια της αναρχίας πριν την έλευση του Όθωνα, όταν οι συγκεκριμένοι "δημοκρατικοί", όπως θα δούμε, ήλεγχαν όλη την ύπαιθρο πλην του Ναυπλίου, η αυθαιρεσία, η βία, η ανομία και η ληστεία εξαθλίωσε πλήρως τους πληθυσμούς που υποδέχτηκαν τον Όθωνα σαν "μεσσία" που θα τους απάλλασσε από την αφόρητη καταπίεση των οπλαρχηγών.
Ένας άλλος ενδιαφέροντας πολιτικός διαχωρισμός που έτεμνε κάθετα την ταξική κοινωνική διαστρωμάτωση στην Επαναστατική Ελλάδα, ήταν ο έντονος τοπικισμός που οφειλόταν στην αντίληψη των περισσοτέρων Ελλήνων ότι Πατρίδα τους είναι η περιοχή που έζησαν όλη τους την ζωή και η αντίληψη τους ότι άλλοι ομοεθνείς τους σε άλλες επαναστατημένες περιοχές είναι "ξένοι".
Η αντίθεση Πελλοπονήσιων Στερεοελλαδιτών - Νησιωτών είναι ένα ισχυρό σχήμα που θα το δούμε να λειτουργεί συχνά και να καθοδηγεί τους πρωταγωνιστές στις αποφάσεις τους. Αυτό που βλέπουμε να κατευθύνει όλα τα πρόσωπα χωρίς εξαίρεση στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι το προσωπικό συμφέρον και η φιλοδοξία, η αγωνία να μην μείνουν εκτός αξιωμάτων και τελικά η δίψα για εξουσία. Το κοινό όραμα για μια ελεύθερη πατρίδα ερχόταν δεύτερο στις προτεραιότητες όλων.
Σε μερικές δε περιπτώσεις οπλαρχηγών που είχαν γαλουχηθεί με τις αρχές του αρματολισμού στην Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα ήταν και εντελώς ασήμαντο. Υπήρχαν και φωνές λογικής υπέρ της γενικότερης ενότητας (Πανούτσος Νοταράς, Δημ. Υψηλάντης) αλλά αυτές παρέμειναν στο περιθώριο σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Αναμφίβολα η έλλειψη μιας Αρχής με αδιαφιλονίκητο κύρος παραδεκτή από όλους (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Καποδίστριας, κάποιος ξένος Βασιλιάς) φλόγιζε την ακόρεστη φιλοδοξία όλων και τους έσπρωχνε στην φιλονικία για τα πρωτεία.
ΠΗΓΗ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου