Ο δαιμόνιος μάνατζερ των Sex Pistols, Μάλκολμ ΜακΛάρεν, που μετατράπηκε σε κηδεμόνα του βρετανικού πανκ.
Αν οι Sex Pistols εδραιώθηκαν αμέσως ως οι μεγαλύτεροι εχθροί του καθωσπρεπισμού αναλαμβάνοντας να εκφράσουν τα εξαγριωμένα και επαναστατημένα νιάτα, ήταν ο ιδιοσυγκρασιακός, φλεγματικός και δογματικός μάνατζέρ τους αυτός που τα έκανε όλα.
Αν ο Τύπος λάτρευε να μισεί την πανκ μπάντα απεικονίζοντάς τη με τα μελανότερα χρώματα, ήταν και πάλι ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν αυτός που ανέλαβε τη σταυροφορία να σοκάρει την κοινωνία με τρόπο ανήκουστο ως τα τότε.
Κι αν τέλος οι Sex Pistols ήταν η επιτομή, ο ήχος και η εικόνα της βρετανικής πανκ σκηνής μέχρι τη διάλυσή τους τον Ιανουάριο του 1978, ήταν και πάλι ο ασίγαστος και σχεδόν ανισόρροπος εγκέφαλος του ιμπρεσάριου της πανκ που τα σκάρωσε όλα.
«Νονός» της πανκ κατά δήλωσή του αλλά και με τις ευλογίες πολλών, ο ΜακΛάρεν δεν θα μπορούσε φυσικά να ξέρει προκαταβολικά τον αντίκτυπο που θα είχε το ανατρεπτικό ρουχάδικο («Let It Rock») που άνοιξε κάποια στιγμή με την τότε νεαρή παρτενέρ του και κατοπινό ορόσημο της μόδας, σχεδιάστρια Βίβιεν Γουέστγουντ.
Το λονδρέζικο μαγαζάκι του King’s Road εναντιωνόταν στη μόδα των ατημέλητων χιπιών της εποχής θέλοντας να ντύσει τον επαναστατημένο νέο σαν δανδή. Όταν το 1974 άλλαξε το όνομα του καταστήματος σε «SEX» και το γέμισε με σκισμένα σαδομαζοχιστικά δερμάτινα, είχε βάλει εν αγνοία του τα θεμέλια του πανκ!
Το μαγαζάκι έγινε πόλος έλξης των οργισμένων και απογοητευμένων νέων της εργατικής τάξης που περιδιάβαιναν τους δρόμους του Λονδίνου προκαλώντας ταραχές και πανικό. Τρεις από δαύτους, θαμώνες του ρουχάδικου, κάποιοι Γκλεν Μάτλοκ, Στιβ Τζόουνς και Πολ Κουκ, είπαν να κάνουν ένα συγκρότημα. Έπεισαν τον ΜακΛάρεν να γίνει ο μάνατζερ κι έτσι ξεκίνησαν όλα.
Ο μουσικός, σχεδιαστής ρούχων και πολυκαλλιτέχνης αργότερα ήταν αυτός που τους ονόμασε «Sex Pistols» και τους βρήκε τον ξεχωριστό τραγουδιστή τους με έναν πολύ πανκ τρόπο. Όταν είδε το 1975 κάποιον Τζόνι Λίντον να περιφέρεται με πράσινο μαλλί και τρύπια μπλούζα και άκουσε την απαράδεκτη φωνή του, ήταν σίγουρος ότι είχε στα χέρια του τον frontman των Sex Pistols! Τον ονόμασε Τζόνι Ρότεν (από τα σάπια δόντια του) και γέννησε ένα ανήκουστο μουσικό και κοινωνικό φαινόμενο που σάρωσε τη Βρετανία και τον υπόλοιπο κόσμο αμέσως μετά στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Την προηγούμενη χρονιά που είχε πάει στη Νέα Υόρκη για να ανοίξει κι εκεί ένα πανκ ρουχάδικο, βρήκε στον δρόμο του τους New York Dolls, τους οποίους ανέλαβε επίσης ως μάνατζερ και έκανε το πανκ να βάλει για τα καλά πόδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι ακόμα για να εγκαθιδρύσει το πανκ ως μουσικό κίνημα αλλά και κοινωνική επιταγή. Και το έκανε και με το παραπάνω!
Έβαλε τους Pistols του να ερμηνεύσουν το φοβερό «God Save the Queen» σε μια φορτηγίδα στον Τάμεση μπροστά στη Βουλή κατά την εβδομάδα του εορτασμού του ασημένιου Ιωβηλαίου της βασίλισσας! Η μπάντα δεν πρόλαβε φυσικά να ολοκληρώσει το κομμάτι, καθώς η αστυνομία τους πρόλαβε στους πρώτους στίχους. Την επομένη ωστόσο το «God Save the Queen» ήταν στο Νο 2 των βρετανικών charts και γεννούσε πια επισήμως τη βρετανική πανκ σκηνή.
Εχθρός της αστικής τάξης και κάθε έννοιας κανονικότητας, ο ΜακΛάρεν δεν εξαντλήθηκε στους Sex Pistols, που δεν έζησαν εξάλλου παρά δυόμισι χρόνια και ήταν μια μικρή παρένθεση σε μια ζωή πρόκλησης, αντίδρασης και δημιουργίας. Τζόνι Ρότεν και ΜακΛάρεν πέρασαν τα επόμενα χρόνια ερίζοντας για τα δικαιώματα των τραγουδιών αλλά και για τον τίτλο του «νονού» του πανκ, αν και πλέον ο μάνατζερ έκανε καριέρα σόλο μουσικού με τη δική του επιτυχία, αλλά και σκηνοθέτη, συγγραφέα, παραγωγού και τόσων ακόμα.
Στα τελευταία του χρόνια, ντυμένος πια με σακακάκια και πλεκτά πουλόβερ, έμοιαζε με κοσμήτορα πανεπιστημιακής σχολής παρά με το πανκ φαινόμενο που άλλαξε μουσική και μόδα. Παρέμενε όμως εξίσου δαιμόνιος, κυνικός και μηδενιστής όσο και σε κείνες τις μέρες της δεκαετίας του 1970 που βροντοφώναζε στα πανκιά του: «Καλύτερα να είσαι μια φανταχτερή αποτυχία, παρά μια αδιάφορη επιτυχία».
Αυτό που του αποδίδεται χωρίς καμία σοβαρή αντίρρηση δεν είναι φυσικά η πανκ μουσική, αλλά η πανκ πρόκληση, η κοινωνική οργή και η εκτροπή δηλαδή που θα γινόταν σύμβολο της εργατικής τάξης και των εξεγερμένων νιάτων της. Αυτός έβαζε τους Sex Pistols να φτύνουν, να βρίζουν και να καταριούνται δημοσίως και αυτόν στόχευαν ξεκάθαρα οι δηλώσεις του βουλευτή των Συντηρητικών, Μπέρναρντ Μπρουκ-Πάρτριτζ: «Ο ξαφνικός θάνατος θα βελτίωνε σημαντικά αυτά τα συγκροτήματα. Οι χειρότεροι είναι οι Sex Pistols. Είναι απίστευτα αποκρουστικοί, το αντίθετο της ανθρωπότητας. Θα ήθελα κάποιος να σκάψει έναν πολύ βαθύ λάκκο και να τους ρίξει όλους μέσα».
Οι Sex Pistols διαλύθηκαν, ο μάνατζέρ τους όμως όχι. Συνέχισε τη ζωή του ως το 2010 κάνοντας τα πάντα, από μουσικός, ζωγράφος και σχεδιαστής μόδας μέχρι σύμβουλος πάσης φύσεως, κινηματογραφικός παραγωγός, υποψήφιος δήμαρχος Λονδίνου, καταστασιακός και τυχοδιώκτης προπάντων τέχνης και ζωής…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάλκολμ Ρόμπερτ Άντριου ΜακΛάρεν γεννιέται στις 22 Ιανουαρίου 1946 στο Λονδίνο ως γιος ενός σκοτσέζου μηχανικού και της νοικοκυράς συζύγου του. Η εβραϊκή οικογένεια διαλύθηκε όμως γρήγορα, καθώς ο πατέρας το έσκασε πριν ο Μάλκολμ φτάσει στα δύο του χρόνια, και ο μικρός μεγάλωσε με τον αδερφό του και τη γιαγιά του.
Η μητέρα ξαναπαντρεύτηκε τέσσερα χρόνια αργότερα και περιμάζεψε τα παιδιά της από τη γιαγιά, αν και ο Μάλκολμ θα επαναστατήσει γρήγορα και θα το σκάσει οριστικά από το σπίτι στην εφηβεία του. Μέχρι τότε είχε αλλάξει δυο ντουζίνες σχολεία και το ίδιο θα έκανε και τώρα, όταν πήρε σβάρνα τις σχολές καλών τεχνών της Βρετανίας αλλά δεν έβγαλε ούτε μία!
Άλλοτε δούλευε ως σομελιέ και άλλοτε κυκλοφορούσε σαν αλήτης. Το 1971 αποφάσισε να παρατήσει οριστικά τις συνεχώς ημιτελείς σπουδές και να το ρίξει στον σχεδιασμό ρούχων και το εμπόριο. Μέχρι τότε είχε ήδη έρθει σε επαφή με τους Καταστασιακούς, το προκλητικό καλλιτεχνικό κίνημα των Σιτουασιονιστών που σάρωνε την Ευρώπη, μαθαίνοντας από τους καλύτερους πώς να προκαλεί τα χρηστά ήθη και τον πουριτανισμό.
Οι Σιτουασιονιστές έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στην Αριστερά και την αναρχία και ήταν παρόντες στο Παρίσι τον Μάιο του 1968. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο Μάλκολμ, δεν κατάφερε ωστόσο να συμμετέχει στις ταραχές της γαλλικής πρωτεύουσας. Έγραψε πάντως αρκετά θεωρητικά κείμενα των Καταστασιακών, θέτοντας τις ιδέες της Καταστασιακής Διεθνούς στην υπηρεσία της προώθησης ροκ και ποπ συγκροτημάτων.
Αφού τον έδιωξαν από πολυτεχνεία και ακαδημίες τέχνης και προσπάθησαν να τον κλείσουν ακόμα και σε τρελάδικο (το Croydon College of Art ήθελε πράγματι να τον μεταφέρει αλυσοδεμένο στο ψυχιατρείο!), εγκαταλείπει τις σπουδές ζωγραφικής και σχεδίου και βάζει πλώρη για άλλα…
Το κατάστημα της King’s Road που τα άλλαξε όλα
Την ίδια χρονιά ανοίγει με τη Βίβιεν Γουέστγουντ την εξεζητημένη μπουτίκ ρούχων στο Τσέλσι του Λονδίνου. Το «Let It Rock» πουλούσε ρούχα τεντιμπόηδων όταν η μόδα ήταν οι ατημέλητοι μακρυμάλληδες χίπις! Η στρατηγική του Μάλκολμ ήταν, κατά δήλωσή του, «να μην πουλάμε τίποτα απολύτως», μιας και ο σκοπός του ήταν να φτιάξει ένα περιβάλλον ανομίας και εκζήτησης. Το μαγαζί παρέμενε εξάλλου κλειστό τα πρωινά και άνοιγε τα απογεύματα για μερικές ωρίτσες.
Τη Γουέστγουντ την είχε γνωρίσει σε ένα κοινόβιο και δεν ήταν παρά μια δασκάλα δημοτικού που είχε μόλις εγκαταλείψει τον άντρα της με ένα παιδί στην κοιλιά. Ο Μάλκολμ την άφησε έγκυο στο δικό του παιδί πριν καν κλείσει τα 18 του και της ζήτησε να κάνει έκτρωση. Εκείνη ξόδεψε όμως τα λεφτά που της έδωσε η γιαγιά της σε ένα ωραιότατο συνολάκι και τους έμεινε το παιδί αμανάτι.
Τον γιο τους τον έστειλαν αργότερα εσώκλειστο σε ένα σχολείο, καθώς η επαγγελματική τους ενασχόληση με την μπουτίκ είχε σαφώς περισσότερη επιτυχία από την οικογενειακή τους ζωή. Τα πανκ ρούχα του σχεδιαστικού αντρόγυνου είχαν επιτυχία στα οργισμένα νιάτα της βρετανικής εργατικής τάξης και πελάτες ήταν από την αρχή μεγάλα μελλοντικά ονόματα, όπως ο Κιθ Ρίτσαρντς.
Κάποια στιγμή επισκέφτηκαν το ρουχάδικο οι New York Dolls και ο Μάλκολμ το μετονόμασε σε «Too Fast to Live, Too Young to Die». Ο ίδιος ακολούθησε την μπάντα στην Αμερική και έγινε μάνατζέρ τους. Τώρα έντυνε τα μέλη με κόκκινα ρούχα βασισμένα στη σοβιετική σημαία, έβαζε πολιτικώς εμπρηστικά σλόγκαν στις σκηνές που τραγουδούσαν και επιτάχυνε όσο να πεις την ταχύτατη διάλυσή τους…
Οι Sex Pistols
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μετονομάζει την μπουτίκ σε «Sex» το 1974 και ψάχνει τους επόμενους πελάτες του. Μεταξύ των θαμώνων ήταν τα μέλη ενός νεοσύστατου γκρουπ που ονομαζόταν Strand (και αργότερα Swankers). Τρεις από δαύτους ψάχνονταν να κάνουν κάτι δικό τους και ο Μάλκολμ σχηματίζει έτσι τον πυρήνα των Sex Pistols.
Η πρώτη συναυλία τους στο St. Martin’s College στις 6 Νοεμβρίου 1975 συνάντησε την οργισμένη αντίδραση του κοινού και η μπάντα αναγκάστηκε να φυγαδευτεί έπειτα από μόλις δύο τραγουδάκια. Παρά τα παρατράγουδα, η τριάδα ξεπήδησε ως προμαχώνας της πανκ σκηνής, αν και ήταν σαφές πως κάτι έλειπε.
Τα φωνητικά του Τζόουνς παραήταν καλά για πανκ μπάντα, παρατήρησε ο ΜακΛάρεν, που έψαξε να βρει ό,τι χειρότερο για τον ρόλο του frontman. Και το βρήκε, πού αλλού, στο μαγαζί του! Ο θαμώνας Τζόνι Λίντον διέθετε τρεις ποιότητες που ξετρέλαναν τον μάνατζερ: κατά πρώτον, το στόμα του ξερνούσε βρόμα και δυσωδία. Κατά δεύτερον, ο τύπος λάτρευε να κάθεται στην εξώπορτα του «Sex» και να φτύνει τους κομψευόμενους περαστικούς.
Και, κατά τρίτον, φορούσε ένα μπλουζάκι που χτύπησε αμέσως στον Μάλκολμ: ήταν ένα t-shirt των Pink Floyd με τρύπες στα μάτια των μελών και χαραγμένο «μισώ τους» πάνω στο λογότυπό τους! Ο μάνατζερ τον έστησε μπροστά στο τζούκμποξ, τον έβαλε να τραγουδήσει ένα τραγούδι του Άλις Κούπερ και όταν βεβαιώθηκε για τη χάλια φωνή του, τον έχρισε τραγουδιστή των Sex Pistols! Και από τα χαλασμένα του δόντια, τον ονόμασε «Ρότεν» (σάπιος δηλαδή), γεννώντας έτσι το σύμβολο της πανκ Τζόνι Ρότεν.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1976, το συγκρότημα συμμετέχει στην απογευματινή εκπομπή του Μπιλ Γκράντι, στην πρώτη ποτέ τηλεοπτική εμφάνιση των Sex Pistols στο γυαλί. Κάτω από τη μαεστρική του μπαγκέτα, ο Στιβ Τζόουνς έδωσε ρεσιτάλ αθυροστομίας αποκαλώντας τον παρουσιαστή «βρόμικο μπάσταρδο», «καθίκι» και άλλα τέτοια υπέροχα. Η τηλεοπτική εμφάνιση εδραίωσε τους Sex Pistols ως σύμβολο ενός κόσμου που ερχόταν ολοταχώς.
Τα «Anarchy in the U.K.» και «God Save the Queen», το οποίο ερμήνευσαν όπως είπαμε κατά τους εορτασμούς της επετείου των 25 χρόνων από την ενθρόνιση της βασίλισσας, έφερε τα Πιστόλια στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts, πορεία που συνεχίστηκε με το μόνο άλμπουμ της μπάντας, το φοβερό «Never Mind the Bollocks: Here’s the Sex Pistols», που έφτασε στο No 1 το 1977.
Στην πρώτη αμερικανική περιοδεία της πανκ μπάντας όμως τον Ιανουάριο του 1978, ο Τζόνι Ρότεν έφυγε μια νύχτα από τη σκηνή του Σαν Φρανσίσκο και οι Sex Pistols διαλύθηκαν. Παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη μουσική, η μπάντα άλλαξε την ιστορία του πενταγράμμου περισσότερο ως κοινωνικό φαινόμενο παρά μουσική τάση.
Ο Μακλάρεν δεν ήταν ποτέ ένας απλός ιμπρεσάριος, αλλά ένας σωστός καλλιτέχνης της πρόκλησης, σμιλεύοντας με τα υλικά του μάρκετινγκ και του αντικομφορμισμού την άμορφη μουσική μάζα που γεννιόταν ολοταχώς…
Κατοπινά χρόνια
Ο ΜακΛάρεν παρέμεινε στις ΗΠΑ και ανέλαβε για μερικά φεγγάρια τους Adam and the Ants και μετά δημιούργησε με μερικά μέλη των Ants τους Bow Wow Wow, που έβγαλαν μερικές επιτυχίες («Go Wild in the Country» και «I Want Candy»). Την μπουτίκ του συνέχιζε να τη λειτουργεί πάντα και τώρα ήταν γνωστός ως εφευρέτης της πανκ αισθητικής.
Η προσωπική του καριέρα ξεκίνησε μετά το τέλος των μανατζαρίστικων περιπετειών του. Τώρα έγραφε τη δική του μουσική, ένα μείγμα χιπ-χοπ και παραδοσιακών ακουσμάτων από διάφορες γωνιές της γης. Το άλμπουμ του «Duck Rock» (1983) έβγαλε δυο-τρεις επιτυχίες, όπως τα «Buffalo Gals» και «Double Dutch».
«Είμαι περισσότερο ταχυδακτυλουργός παρά μουσικός», εξομολογήθηκε ο ίδιος το 1985, «κλέβω τραγούδια των άλλων και προσπαθώ να τα κάνω καλύτερα». Το 1984 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Fans», μείγμα όπερας και μουσικής του δρόμου, που πυροδότησε μερικά χιτάκια ακόμα, όπως το «Madame Butterfly». Το 1989 θα έρθει ο δίσκος «Waltz Darling», ο «Paris» το 1994 και θα ακολουθήσουν κι άλλοι.
Το «About Her» του ΜακΛάρεν, ένα remix του «She's Not There» των Zombies, έπαιξε στο «Kill Bill 2» του Ταραντίνο.
Αλλά και πάλι ο πολυσχιδής και ακούραστος ΜακΛάρεν δεν θα έμενε εκεί. Στα επόμενα χρόνια το όνομά του θα συνδεθεί με ταινίες, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές παραγωγές, εκθέσεις, ακόμα και σταρ reality θα γίνει ο πάντα ανατρεπτικός μάνατζερ. Και βέβαια πέρασε τα υπόλοιπα 30 χρόνια προσπαθώντας να εξηγήσει το πανκ: «Ποτέ δεν πίστευα ότι οι Sex Pistols θα ήταν καλοί. Δεν πείραζε όμως αν ήταν κακοί».
Ο «ιμπρεσάριος του punk» και αναμφίβολα ο καλύτερος μάνατζερ που γνώρισε ποτέ η μουσική σκηνή συσκεύασε τον νεανικό αντικομφορμισμό τυλίγοντάς τον με τα σάβανα της ελεύθερης αγοράς. Γύρισε τον κόσμο δίνοντας συμβουλές, διηγούνταν ιστορίες και πλασαριζόταν ως καλλιτέχνης, γι’ αυτό και κάποιοι τον κατηγόρησαν για εμπορευματοποίηση του πανκ.
Την ίδια ώρα, δεν σταμάτησε ποτέ να παρουσιάζει τις περιβόητες πασαρέλες του με τη Γουέστγουντ, να ανακατεύει την όπερα και το έθνικ με το ροκ, να ανακαλύπτει τάσεις (όπως το χιπ χοπ), να τσαλαβουτά στο Χόλιγουντ, να συνεργάζεται με τον Σπίλμπεργκ και τον Ρίντλεϊ Σκοτ και να καταφεύγει τελικά στο Παρίσι, όπου ερωτοτρόπησε δισκογραφικά με την Κατρίν Ντενέβ, έγινε Νο 1 στην Πολωνία και κατέληξε στο ότι το μέλλον της μουσικής ανήκει στην Ασία και μάλιστα στο καραόκε!
Ο πατριάρχης του πανκ Μάλκολμ ΜακΛάρεν έφυγε από τη ζωή στις 8 Απριλίου 2010, στα 64 του, δίνοντας την άνιση μάχη με τον καρκίνο σε κλινική της Ελβετίας. Όπως ακριβώς και η ζωή του, ο θάνατός του δεν θα μπορούσε να είναι ήσυχος, ούτε βέβαια η κηδεία του συνηθισμένη. Όταν έφτασε η σορός του σε λονδρέζικη εκκλησία, την υποδέχτηκαν οι καλεσμένοι που είχαν φτάσει στον χώρο με διπλό πράσινο λεωφορείο με την επιγραφή «Ο Μάλκολμ ήταν εδώ».
Οι δρόμοι του βόρειου Λονδίνου γέμισαν με κόσμο που ακολούθησε τον «Πάπα του πανκ», οι οποίοι φρόντισαν να βάλουν στην εκκλησία το αγαπημένο του σλόγκαν: «Χρήμα από το χάος». Ο γιος του απείλησε να κάψει μετά όλα τα πανκ ενθύμια του πατέρα του για να διαμαρτυρηθεί για την εμπορευματοποίηση των λονδρέζικων εορτασμών για τα 40 χρόνια του πανκ…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου