Ο Μπαγκάτ Σινγκ, o μαρξιστής επαναστάτης που ήθελε να αποτινάξει με τα όπλα τον βρετανικό ζυγό και σιχαινόταν εξίσου τους «ειρηνιστές» του Γκάντι. Σύμβολο της μάχης ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, μόνο ένα άγαλμα σε ένα χωριουδάκι της Ινδίας θυμίζει πια στον επισκέπτη τον φλογερό μάρτυρα των Ινδών που κρεμάστηκε από τους Βρετανούς τον Μάρτιο του 1931, σε νεαρή ηλικία μόλις 23 ετών.
«Είμαι τόσο τρελός που είμαι ελεύθερος ακόμα και στη φυλακή», έλεγε ο παθιασμένος επαναστάτης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ινδίας που έβλεπε μόνο στον ένοπλο αγώνα τη λύση του δράματος του λαού του.
Στα χρόνια του ωστόσο ο Μπαγκάτ Σινγκ ήταν μια άλλη ιστορία. Αξιοσέβαστος λαϊκός ήρωας του ινδικού λαού και ένας από τους πρώιμους μαρξιστές της χώρας, έφτασε να τον διεκδικούν όλοι, από τους κομμουνιστές και τους αναρχικούς μέχρι και τους εθνικιστές, καθώς ο πατριωτισμός του ήταν αναντίρρητος.
Εκείνος βέβαια είχε ξεψαχνίσει τους θεωρητικούς της αναρχίας και του κομμουνισμού, είχε διανείμει φυλλάδια και φυλλάδια για την ένοπλη δράση και δεν συμπαθούσε καθόλου την ειρηνιστική προσέγγιση του Μαχάτμα Γκάντι για μη βίαιη αντίσταση. Όχι μόνο γιατί δεν πίστευε πως έτσι θα έφευγαν οι Βρετανοί από τα εδάφη τους, αλλά κυρίως γιατί θεωρούσε πως με μια τέτοια παθητική πολιτική το μόνο που θα γινόταν ήταν να αντικατασταθεί ο ένας δυνάστης με έναν άλλο.
Προσχωρεί λοιπόν στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού και καλεί σε ένοπλο αγώνα. Εντωμεταξύ, σκοτώνει έναν Βρετανό που θεωρεί υπεύθυνο για τον φόνο ενός ινδού λαϊκού ηγέτη και θέλει τώρα να τινάξει στον αέρα το Κοινοβούλιο του Δελχί. Μέχρι τότε είχε δει με τα μάτια του τη σφαγή στο Αμριτσάρ του Παντζάμπ, όπου οι Βρετανοί άνοιξαν εν ψυχρώ πυρ με μυδράλια κατά ειρηνικής διαδήλωσης, σκοτώνοντας περί τους 2.000 Ινδούς και ρίχνοντας ασεβώς τα πτώματα τους σε πηγάδι.
Αυτόπτης μάρτυρας ήταν και στην εξίσου βίαιη καταστολή μιας άλλης ειρηνικής διαδήλωσης, εκεί όπου ένας βρετανός αξιωματικός της αστυνομίας θα δολοφονήσει άγρια τον ειρηνιστή επικεφαλής της διαδήλωσης. Ο Μπαγκάτ Σινγκ ορκίζεται εκδίκηση και λίγες μέρες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1928, τον εκτελεί.
Πιστός στις δεσμεύσεις του για ένοπλη σύγκρουση με τον βρετανό δυνάστη, πραγματοποιεί την περιβόητη επίθεσή του τον Απρίλιο του 1929 στη Βουλή, την ώρα που μέσα στο αποικιοκρατικό Κοινοβούλιο οι Βρετανοί ψήφιζαν τον νόμο «για την άμυνα της χώρας», ένα σκιώδες νομοσχέδιο που έδινε ουσιαστικά διευρυμένα δικαιώματα στις αστυνομικές αρχές να προβαίνουν σε προληπτικές συλλήψεις και βίαιες καταστολές.
Ο Μπαγκάτ Σινγκ και οι σύντροφοί του πετούν δύο κροτίδες (μικρής ισχύος βόμβες κατά τους Άγγλους) στο Κοινοβούλιο, καθώς δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να αφαιρέσουν ζωές αθώων ή να τραυματίσουν περαστικούς. Όταν τον πιάνουν και τον περνούν από δίκη με προκαθορισμένη την ετυμηγορία, η απολογία του μετατρέπεται σε φλογερό κατηγορώ και μπαίνει στα στόματα του λαού. Δεν ήθελε να προκαλέσει θύματα, λέει στον ιμπεριαλιστή τύραννο, αλλά να «κάνω έναν τόσο δυνατό θόρυβο ώστε και οι κουφοί να ακούσουν»! Σπεύδει πάντως να σημειώσει πως «αφού δεν ακούτε τη φωνή του λαού, θα ακούσετε τη φωνή των όπλων».
Δεν προσπαθεί μάλιστα να αποδράσει, αλλά χρησιμοποιεί την πολύκροτη δίκη του ως εφαλτήριο για να κηρύξει το χαρμόσυνο μήνυμα του ινδικού αγώνα για την ανεξαρτησία. Οι Βρετανοί θέλουν να τον κρεμάσουν, καθώς ανησυχούν ιδιαίτερα για τα ένοπλα όνειρά του και την ενεργητική του στάση. Πολύ περισσότερο δηλαδή από τον πασιφισμό και τη -φαινομενική- παθητικότητα του Γκάντι.
Τον κρεμούν τον Μάρτιο του 1931 στη Λαχόρη μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος Ινδών που έχει περικυκλώσει τη φυλακή και απαιτεί την αποφυλάκισή του. Μετατρέπεται σε μαχητικό σύμβολο της αντίστασης στην αποικιοκρατία στα μήκη και τα πλάτη της Γης και λειτουργεί ως κάλεσμα στον αγώνα για όλους τους συμπατριώτες του...
Πέθανε μάρτυρας (σαχίντ) του αγώνα για λευτεριά, δεν πέθανε όμως μάταια. Το όνομά του θα έδινε κουράγιο και ελπίδα στον ινδικό λαό που είχε ακόμα μπροστά του πολλές θηριωδίες μέχρι τον πολυπόθητο στόχο, που δεν θα ερχόταν παρά το 1947.
Ήταν το δικό του σύνθημα που βροντοφώναζε μπροστά στο Κοινοβούλιο, αυτό το «Ζήτω η επανάσταση», που δεν θα έβγαινε από τα στόματα των εξαθλιωμένων Ινδών, οι οποίοι ζητούσαν τώρα, επιτακτικότερα από ποτέ, την ανεξαρτησία τους…
Πρώτα χρόνια
Ο Σαχίντ Μπαγκάτ Σινγκ γεννιέται στις 27 Σεπτεμβρίου 1907 στο χωριουδάκι Μπάνγκα της επαρχίας Παντζάμπ της Βρετανικής Ινδίας (έδαφος του Πακιστάν σήμερα). Γεννήθηκε μάλιστα με τον πατέρα και τους θείους του ήδη στη φυλακή, εξαιτίας της συμμετοχής τους στις μεγάλες αντιαποικιοκρατικές διαδηλώσεις του 1906.
Πατέρας και θείος είχαν εμπλακεί ενεργά στην οργάνωση τοπικών κινημάτων αντίστασης στον βρετανικό ζυγό και ήταν σεσημασμένοι στο βρετανικό καθεστώς. Ο μικρός Μπαγκάτ μεγαλώνει λοιπόν μέσα σε σπιτικό όπου δονούνταν από πατριωτικές ιδέες και πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που σφυρηλάτησε από νωρίς την προσωπικότητά του.
Αφού πήγε τις πρώτες τάξεις στο τοπικό ινδικό σχολείο, ο πατέρας του τον έγραψε κάποια στιγμή στο αγγλικό Γυμνάσιο της Λαχόρης. Εκεί θα έρθει σε επαφή με το κίνημα της μη συνεργασίας κάποιου Μαχάτμα Γκάντι και θα προσχωρήσει αμέσως στις τάξεις του ειρηνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σε μια από τις πρώτες πράξεις απείθειάς του στους Βρετανούς και υποταγής στα κελεύσματα του Γκάντι, καίει στο προαύλιο του σχολείου τα βιβλία που του είχε δώσει η αποικιακή κυβέρνηση. Εγκαταλείπει έτσι αναγκαστικά το σχολείο και γράφεται στο Εθνικό Κολέγιο της Λαχόρης. Στα 12 του ακόμα θα ζήσει από κοντά τις λυσσαλέες βιαιότητες των Βρετανών κατά των ειρηνικών διαδηλώσεων του ινδικού λαού.
Το 1919 θα βρεθεί μεταξύ των χιλιάδων άοπλων πολιτών που συγκεντρώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν έξω από τη Λαχόρη, μόνο και μόνο για να συναντήσουν τις σφαίρες του δυνάστη. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1921, θα ζήσει άλλη μια σφαγή, όταν και θα κόψει βιαίως δεσμούς με τους «ειρηνιστές» του Γκάντι.
Ο Γκάντι κήρυττε ψυχραιμία και καταδίκασε μάλιστα το 1922 τη βίαιη αντίδραση των Ινδών στις θηριωδίες των Βρετανών, κάτι που στη συλλογιστική του Μπαγκάτ φάνταζε προδοσία. Προσχωρεί τότε σε ένα ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Λαχόρης και καλεί τον κόσμο σε ένοπλη επανάσταση κατά των Άγγλων.
Αυτή θα ήταν η έναρξη του μοναχικού του ταξιδιού μέχρι να μετατραπεί στον πιο σκληροπυρηνικό κήρυκα του πολέμου κατά του βρετανικού ζυγού…
Ο επαναστάτης βρυχάται
Την ώρα που οργάνωνε το κίνημά του, οι γονείς του βάζουν σκοπό να τον παντρέψουν. Την ώρα που αντιτίθεται σθεναρά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν παραλείπει να τονίσει με νόημα πως «αν ο γάμος μου είναι να λάβει χώρα στη σκλαβωμένη Ινδία, τότε η νύφη μου θα είναι μόνο ο θάνατος».
Τον Μάρτιο του 1925, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ιδρύεται ένας νέος επαναστατικός θύλακας που έχει τον Μπαγκάτ Σινγκ γραμματέα του. Ο ασίγαστος επαναστάτης προσχωρεί σε μια σειρά ακόμα από ένοπλες ομάδες, κάποιες από τις οποίες θα συνενωθούν και θα δημιουργήσουν τον περιβόητο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Στρατό του Ινδουστάν.
Αυτή η εξτρεμιστική οργάνωση θα μετατραπεί στον ισχυρότερο μοχλό ένοπλης πίεσης κατά του βρετανικού ζυγού. Ο Μπαγκάτ λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας με τις άλλες αντάρτικες ομάδες και γίνεται ο σύνδεσμος στις συνομιλίες για τον συντονισμό της δράσης τους. Ταυτόχρονα, αρχίζει να αρθρογραφεί σε ένα επαναστατικό περιοδικό μαρξιστικής χροιάς, καθώς ως σπουδαστής ήταν πάντα μελετηρός και είχε διαβάσει καλά από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν μέχρι και τον Μπακούνιν.
Τώρα δήλωνε σοσιαλιστής και θεωρούσε πως μόνο μέσα από την «κόκκινη» ιδεολογία θα μπορούσε να προκόψει η Ινδία. Παρά το γεγονός ότι η πρώτη επαναστατική του δράση θα ήταν να γράφει εμπρηστικές μπροσούρες κατά της βρετανικής κυβέρνησης, να τυπώνει με κίνδυνο τις προκηρύξεις του και να τις μοιράζει αριστερά και δεξιά, δεν θα έμενε φυσικά μόνο στα λόγια.
Η επιρροή του στα νιάτα της Ινδίας ήταν μεγάλη, ιδιαίτερα στους φοιτητές, κι έτσι ήταν τώρα στο στόχαστρο της αστυνομίας. Οι διωκτικές αρχές τον συλλαμβάνουν ως ύποπτο για μια βομβιστική επίθεση στη Λαχόρη το 1926 και τον κρατούν πέντε μήνες στα μπουντρούμια χωρίς να του αποδώσουν κατηγορίες. Τελικά πληρώνει την τσουχτερή εγγύηση και βγαίνει από τη φυλακή.
Στις 30 Οκτωβρίου 1928, ο λαϊκός ηγέτης Λάλα Ράι συσπειρώνει τα κινήματα και οργανώνει μια μεγαλειώδη διαδήλωση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λαχόρης για να διαμαρτυρηθούν για τις εν ψυχρώ δολοφονίες των Βρετανών κατά άοπλων Ινδών. Θα ήταν άλλη μια αιματοβαμμένη διαμαρτυρία, καθώς η αστυνομία επενέβη με τα όπλα για να ανακόψει την πομπή πριν φτάσει στον σταθμό.
Ο Ράι τραυματίζεται σοβαρά και υποκύπτει στα τραύματά του στις 17 Νοεμβρίου. Ως απάντηση, ο Μπαγκάτ και οι επαναστάτες του οργανώνουν τη δολοφονία του βρετανού επικεφαλής της αστυνομίας, Τζέιμς Σκοτ, δολοφονούν ωστόσο λάθος άνθρωπο. Όχι και τόσο λάθος βέβαια, μιας και «έφαγαν» τον βοηθό του, Σόντερς. Ο Μπαγκάτ και οι συνεργοί του διαφεύγουν από τη Λαχόρη και για να μην τον αναγνωρίσουν, κουρεύει τα μαλλιά και κόβει τα μούσια του, μια κατάφορη παραβίαση των ιερών δογμάτων του σιχισμού δηλαδή, της θρησκείας που ακολουθούσε ο Μπαγκάτ.
Αργότερα βέβαια θα απέρριπτε εντελώς την ιδέα του Θεού και θα μετατρεπόταν σε συνειδητοποιημένο άθεο, βλέποντας τις ταραχές μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων αλλά και τις θρησκευτικές διαφορές που έμπαιναν πάντα εμπόδιο στην ενότητα της Ινδίας.
Ο επαναστάτης θα αναδυθεί ξανά από την κρυψώνα του στις 8 Απριλίου 1929, την ώρα που ψηφιζόταν στο Κοινοβούλιο του Δελχί ο νέος αποικιοκρατικός νόμος που έδινε αυξημένες αρμοδιότητες στις δυνάμεις καταστολής. Ο Μπαγκάτ και ένας συνεργός του πέταξαν κροτίδες στους διαδρόμους της Βουλής, καθώς το μόνο που ήθελαν ήταν να τρομάξουν τη βρετανική ηγεσία. Φεύγοντας, μοιράζουν επαναστατικές προκηρύξεις και σύντομα το σύνθημα «Ζήτω η επανάσταση!» δονεί την ατμόσφαιρα έξω από τη Βουλή.
Ακόμα και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο αν τραυματίστηκε κανείς σε κείνο το τρομοκρατικό χτύπημα. Οι Άγγλοι ισχυρίστηκαν πως πολλά μέλη του Κοινοβουλίου τραυματίστηκαν, παραδέχθηκαν πάντως πως οι δύο «βόμβες» (ή βόμβες) ήταν μικρής ισχύος και είχαν τοποθετηθεί σε απομονωμένα σημεία του κτιρίου. Όσο για τους δύο δράστες, δεν προσπάθησαν καν να διαφύγουν, παρά έμειναν εκεί και μοίραζαν τις προκηρύξεις τους…
Η δίκη του 1929 και η εκτέλεση που γέννησε έναν ήρωα
Η δραματική αυτή εκδήλωση διαμαρτυρίας συνάντησε την καθολική καταδίκη σύσσωμου του πολιτικού κόσμου της Ινδίας. Ο ίδιος ο Γκάντι χρησιμοποίησε εξόχως καυστικές λέξεις για να εκδηλώσει την αντίθεσή του στο τρομοκρατικό χτύπημα.
Ο Σινγκ απαντά στην κριτική πως η βία ήταν ολότελα δικαιολογημένη ως «προώθηση ενός νόμιμου σκοπού». Η δίκη ξεκίνησε τον Μάιο του 1829 και ο επαναστάτης δεν θέλησε δικηγόρο, επιδιώκοντας να υπερασπιστεί μόνος τον εαυτό του, καθώς ήξερε τη συνέχεια.
Το μόνο που ήθελε ήταν να μετατρέψει την πολύκροτη δίκη του σε κραυγή διαμαρτυρίας κατά του αποικιοκρατικού ζυγού και να κινητοποιήσει τους ομοεθνείς του σε ένοπλο αγώνα κατά των Βρετανών. Στις 12 Ιουνίου οι δύο δράστες καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη, αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος των περιπετειών του Μπαγκάτ.
Αμέσως μετά την ετυμηγορία, η αστυνομία έκανε έφοδο στο κρησφύγετο του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Στρατού του Ινδουστάν στη Λαχόρη και συνέλαβε πολλούς ηγέτες του αγώνα. Ο Μπαγκάτ Σινγκ κατηγορείται ξανά, τώρα για συμμετοχή στην ένοπλη οργάνωση αλλά και τον φόνο του βρετανού αστυνομικού.
Στις 10 Ιουλίου ξεκινά η δίκη των 28 συλληφθέντων του επαναστατικού στρατού, την ώρα που ο Σινγκ και μερικοί ακόμα εξτρεμιστές ξεκινούν απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθούν για τις διακρίσεις μέσα στις ινδικές φυλακές μεταξύ λευκών τροφίμων και ντόπιων. Ζητούν όμως και κάτι ακόμα, να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού κρατουμένου.
Η απεργία πείνας γνώρισε τεράστια προβολή στον ινδικό Τύπο και νέα κύματα λαϊκής υποστήριξης κατευθύνονταν τώρα προς τους επαναστάτες. Όταν μάλιστα ένας από τους απεργούς πείνας πέθανε χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα του για 63 ημέρες, η διαμαρτυρία μετατράπηκε σε λαϊκή οργή.
Ο Μπαγκάτ έσπασε τη δική του απεργία πείνας την 116η μέρα (5 Οκτωβρίου 1929), όχι λόγω των εκκλήσεων των ινδών ηγετών, μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο Γκάντι, αλλά γιατί του το ζήτησε ο πατέρας του. Οι Βρετανοί είδαν βέβαια πολύ αργό ρυθμό διεξαγωγής της δίκης από τους ινδούς δικαστές, κι έτσι έφτιαξαν την Πρωτομαγιά του 1930 ένα ειδικό δικαστήριο με τρεις βρετανούς δικαστές για την επείγουσα εκδίκαση της υπόθεσης.
Το δικαστήριο είχε μάλιστα τη δικαιοδοσία να συνεχίσει τη δίκη χωρίς την παρουσία των κατηγορουμένων! Ήταν άλλη μια δίκη-παρωδία που δεν κράτησε καν τα προσχήματα. Η 300 σελίδων ετυμηγορία της 7ης Οκτωβρίου 1930 μιλούσε για αδιάσειστα στοιχεία που εμπλέκουν τον Σινγκ και δύο ακόμα κατηγορουμένους στη δολοφονία του αστυνόμου. Ο Μπαγκάτ αποδέχθηκε την απόφαση με το κεφάλι ψηλά, παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στο έγκλημα και περίμενε τώρα καρτερικά να τον κρεμάσουν στις 24 Μαρτίου 1931.
Η μόνη ουσιαστική αντίδραση στην καταδίκη προήλθε μάλιστα από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βρετανίας. Μερικοί συλληφθέντες του Επαναστατικού Στρατού απέστειλαν επιστολή στον Γκάντι ζητώντας του να παρέμβει. Στο ημερολόγιό του, ο αντιβασιλέας της Ινδίας έγραψε στις 19 Μαρτίου 1931 πως ο Γκάντι του ζήτησε να αναβάλει την εκτέλεση του Μπαγκάτ Σινγκ στις 24 του μήνα, επειδή οι εφημερίδες το είχαν κάνει πολύ μεγάλο θέμα και την ίδια μέρα θα κατέφτανε στο Καράτσι ο νέος πρόεδρος του Κογκρέσου, ο οποίος θα συναντούσε αναγκαστικά έναν πολύ δυσαρεστημένο κόσμο.
Ο αντιβασιλιάς του είπε πως «το έχω σκεφτεί πολύ σοβαρά το θέμα, αλλά δεν βρήκα καμία λογική βάση για να πείσω τον εαυτό μου να αναστείλει την ποινή. Όπως φάνηκε, βρήκε πως η δικαιολόγησή μου είχε βάση». Μια απόπειρα να τον βγάλουν από τη φυλακή τα άλλα μέλη του στρατού του απέτυχε, όταν η βόμβα που ετοίμαζε η σύντροφος ενός από τους μελλοθάνατους έσκασε στα χέρια της.
Ο αντιβασιλιάς το σκέφτηκε τελικά καλύτερα, μιας και ο Μπαγκάτ Σινγκ και οι δυο σύντροφοί του απαγχονίστηκαν στις 23 Μαρτίου 1931, στις 7:30 το πρωί. Όπως είπαν, το τρίο πήγε προς την αγχόνη ιδιαιτέρως ευδιάθετο, τραγουδώντας τα επαναστατικά τους τραγούδια και κάνοντας πλάκα μεταξύ τους.
Στη φυλακή, την ώρα που περίμενε την εκτέλεσή του, ο Σινγκ θα γράψει την μπροσούρα «Γιατί είμαι αθεϊστής», η οποία έμελλε να προκαλέσει έναν νέο κύκλο συζητήσεων σε μια κοινωνία που διαπνεόταν από έντονα θρησκευτικά αισθήματα και μισαλλοδοξία.
Όπως είπαν αργότερα οι μελετητές και οι ιστορικοί, ήταν αυτός ο ατρόμητος εναγκαλισμός του με το μαρτύριο που ενέπνευσε χιλιάδες νέους να προσχωρήσουν στον αγώνα της ινδικής ανεξαρτησίας, κινητοποιώντας τις μάζες όπως ελάχιστοι άλλοι. Και παρά τα φαινόμενα, οι Ινδοί φαίνεται πως δεν τον έχουν ξεχάσει καθόλου, καθώς σε σχετικό δημοψήφισμα του «India Today» το 2008 ο Μπαγκάτ Σινγκ ψηφίστηκε ως ο μεγαλύτερος Ινδός όλων των εποχών, αφήνοντας τον Μαχάτμα Γκάντι στη δεύτερη θέση…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου