Το ταξίδι του Όσκαρ Ουάιλντ στην Ελλάδα το 1877, το οδοιπορικό σε Ολυμπία, Βάσσες, Άργος, Ναύπλιο, Αίγινα, Αθήνα, Μυκήνες και το πάθος του για τον ελληνισμό.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ρεύματος του αισθητισμού,τo 1877 μόλις 23 ετών επισκέπτεται την Ελλάδα. Συνοδός του ο ελληνολάτρης φιλόλογος, ο Τζον Μαχάφι, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα δύο χρόνια πριν.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ρεύματος του αισθητισμού,τo 1877 μόλις 23 ετών επισκέπτεται την Ελλάδα. Συνοδός του ο ελληνολάτρης φιλόλογος, ο Τζον Μαχάφι, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα δύο χρόνια πριν.
O Μάχαφι πιστεύει ότι αυτό το ταξίδι θα συμβάλει ώστε να διαμορφώσει ο Όσκαρ παγανιστικές απόψεις και να «γλιτώσει» από τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Όμως η μητέρα του Όσκαρ, Τζέιν Φρανσέσκα Ουάιλντ, έχει φροντίσει να τον μυήσει στον ελληνισμό πρώτη, μελετώντας ελληνικά και τις αρχαίες τραγωδίες από πολύ νεαρή ηλικία.
Τρία χρόνια πριν το ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Όσκαρ είχε διακριθεί ήδη με ένα βραβείο στα αρχαία ελληνικά κατά την αποφοίτησή του από το Τρίνιτι Κόλετζ.
«Ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και το κάλλος της αρχαίας ελληνικής ζωής. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έβλεπα λευκές φιγούρες να ρίχνουν πορφυρές σκιές πάνω στις ηλιόλουστες παλαίστρες, ομάδες γυμνών νέων και νεαρών παρθένων να κινούνται μέσα σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο σαν να ήταν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα… Από αγάπη σε όλα αυτά, άρχισα να μελετώ ελληνικά με ενθουσιασμό και όσο πιο πολύ τα μελετούσα, τόσο περισσότερο μαγευόμουν. Από μικρός συνήθιζα να ταυτίζομαι με κάθε ξεχωριστό χαρακτήρα που διάβαζα στα βιβλία, αλλά, εκεί ανάμεσα στα δεκαπέντε με δεκαέξι, παρατήρησα, με κάποια απορία, ότι μου ήταν πιο εύκολο να με φαντάζομαι ως Αλκιβιάδη ή Σοφοκλή, παρά ως Αλέξανδρο ή Καίσαρα».
Στο οδοιπορικό του σε Ολυμπία, Βάσσες, Άργος, Ναύπλιο, Αίγινα, Αθήνα και Μυκήνες, ο Όσκαρ γράφει τα πρώτα του ποιήματα εμπνευσμένα από τον τόπο: «Ελλάς» και «Στο Θέατρο του Άργους». Μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα, δημοσιεύεται το πρώτο του κείμενο, που αφορά στα εγκαίνια της πινακοθήκης Γκρόβενορ. Την επόμενη χρονιά (1878) κερδίζει το ποιητικό βραβείο Νewdigate και τελειώνει με άριστα τις σπουδές του στην Ελληνική και Λατινική Φιλολογία.
«Ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και το κάλλος της αρχαίας ελληνικής ζωής. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έβλεπα λευκές φιγούρες να ρίχνουν πορφυρές σκιές πάνω στις ηλιόλουστες παλαίστρες, ομάδες γυμνών νέων και νεαρών παρθένων να κινούνται μέσα σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο σαν να ήταν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα… Από αγάπη σε όλα αυτά, άρχισα να μελετώ ελληνικά με ενθουσιασμό και όσο πιο πολύ τα μελετούσα, τόσο περισσότερο μαγευόμουν. Από μικρός συνήθιζα να ταυτίζομαι με κάθε ξεχωριστό χαρακτήρα που διάβαζα στα βιβλία, αλλά, εκεί ανάμεσα στα δεκαπέντε με δεκαέξι, παρατήρησα, με κάποια απορία, ότι μου ήταν πιο εύκολο να με φαντάζομαι ως Αλκιβιάδη ή Σοφοκλή, παρά ως Αλέξανδρο ή Καίσαρα».
Στο οδοιπορικό του σε Ολυμπία, Βάσσες, Άργος, Ναύπλιο, Αίγινα, Αθήνα και Μυκήνες, ο Όσκαρ γράφει τα πρώτα του ποιήματα εμπνευσμένα από τον τόπο: «Ελλάς» και «Στο Θέατρο του Άργους». Μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα, δημοσιεύεται το πρώτο του κείμενο, που αφορά στα εγκαίνια της πινακοθήκης Γκρόβενορ. Την επόμενη χρονιά (1878) κερδίζει το ποιητικό βραβείο Νewdigate και τελειώνει με άριστα τις σπουδές του στην Ελληνική και Λατινική Φιλολογία.
Η καριέρα του ξεκινά τον επόμενο χρόνο με τη συγγραφή του πρώτου του θεατρικού έργου και στη συνέχεια με τα βραβευμένα του ποιήματα.
Τον 19ο αιώνα, και ενώ η αγγλική λογοτεχνική αντίληψη συνοψιζόταν στη φράση «Αυτά είναι Ελληνικά για μένα» (εννοώντας ότι είναι ακαταλαβίστικα και δυσνόητα), ο Όσκαρ, πλήρως εξοικειωμένος με τον ελληνισμό, βρισκόταν στην αντίθετη όχθη.
«Για να είναι κανείς αρχαίος Έλληνας θα πρέπει να μην έχει ρούχα· για να είναι κανείς μεσαιωνικός θα πρέπει να μην έχει σώμα· για να είναι κανείς σύγχρονος θα πρέπει να μην έχει ψυχή. Το μόνο πνεύμα που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από μας είναι το μεσαιωνικό· το αρχαιοελληνικό πνεύμα είναι κατ’ ουσίαν σύγχρονο».
Eλλάς
Η θάλασσα είχε βαθύ γαλάζιο χρώμα, και ο ουρανός
Στο θέατρο του Άργους
Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
Τον 19ο αιώνα, και ενώ η αγγλική λογοτεχνική αντίληψη συνοψιζόταν στη φράση «Αυτά είναι Ελληνικά για μένα» (εννοώντας ότι είναι ακαταλαβίστικα και δυσνόητα), ο Όσκαρ, πλήρως εξοικειωμένος με τον ελληνισμό, βρισκόταν στην αντίθετη όχθη.
«Για να είναι κανείς αρχαίος Έλληνας θα πρέπει να μην έχει ρούχα· για να είναι κανείς μεσαιωνικός θα πρέπει να μην έχει σώμα· για να είναι κανείς σύγχρονος θα πρέπει να μην έχει ψυχή. Το μόνο πνεύμα που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από μας είναι το μεσαιωνικό· το αρχαιοελληνικό πνεύμα είναι κατ’ ουσίαν σύγχρονο».
Eλλάς
Η θάλασσα είχε βαθύ γαλάζιο χρώμα, και ο ουρανός
έκαιγε ως οπάλιος λίθος στον αέρα.
Υψώσαμε τα πανιά – ό άνεμος φύσαγε καλώς
Από τους γαλάζιους τόπους που βρίσκονται ανατολικά.
Από την μουσκεμένη πλώρη εντόπισα με ανυπόμονο μάτι
τη Ζάκυνθο, κάθε ελαιώνα και μικρό κόλπο,
τον απότομο βράχο της Ιθάκης, του Λυκάονος τη χιονισμένη κορυφή,
κι όλους τους ανθόφωτους λόφους της Αρκαδίας.
Το ράπισμα του ιστίου στο κατάρτι,
Η ρυτίδωσις των υδάτων στα πλευρά,
Το κελάρυσμα του γέλιου των κοριτσιών στην πρύμνη,
οι μόνοι ήχοι: – Όταν άρχισε η Δύση να καίει,
κι ένας κόκκινος ήλιος πάνω από τη θάλασσα
Πάτησα πάνω στο έδαφος της Ελλάδος επιτέλους!
Κατάκολο.
Στο θέατρο του Άργους
Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα, αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου