Φασισμός (αγγ. Fascism, γαλλ. Fascisme, γερμ. Faschismus, ιταλ. Fascismo) είναι η ιδεολογία και το πολιτικό κίνημα που επιβλήθηκαν ως καθεστώς στην Ιταλία από το 1922 ως το 1943, στη Γερμανία από το 1933 ως το 1945, στην Ισπανία από το 1939 ως το 1975 και σε ορισμένες άλλες χώρες – της Ευρώπης αλλά και άλλων ηπείρων- κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Ο φασισμός, ως πολιτικοκοινωνικό κίνημα, πρέσβευε τη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους που όλα θα υπακούνε στον κεντρικό μηχανισμό, θα δρουν και θα υπάρχουν όπως αυτός θέλει, όλα θ' ανήκουν στο κράτος, τίποτα δε θα υπάρχει έξω από αυτό. Το σύνθημά του ήταν «να πιστεύεις, να υπακούς, να πολεμάς». Την περίοδο ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους εδραιώθηκαν σε αρκετές χώρες της Ευρώπης φασιστικά καθεστώτα και κάτω από αυτές τις αρχές χτυπήθηκε και κυνηγήθηκε κάθε προοδευτική κίνηση, απαγορεύτηκαν οι διεκδικητικοί αγώνες, επιβλήθηκε η υποχρεωτική συμμετοχή στις φασιστικές οργανώσεις, δικαιολογήθηκαν δολοφονίες, σαμποτάζ και λίγο αργότερα οι επεκτατικές, ιμπεριαλιστικές επιθέσεις της Ιταλίας (1936) στην Αιθιοπία, Ελλάδα (1940) και αλλού.
Η Ιταλική λέξη Fascismo προέρχεται από την λατινική fasces, αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας που παρίστανε μια δέσμη ράβδων με έναν πέλεκυ στο εσωτερικό της. Οι fasces ήταν στην αρχαία Ρώμη σύμβολο της εξουσίας των δικαστών και συμβόλιζαν την «ισχύ δια της ενώσεως»: μια μόνο ράβδος σπάζει εύκολα, ενώ μια δέσμη πολύ δύσκολα. Οι ράβδοι δεμένες γύρω από έναν διπλό πέλεκυ έγιναν το σύμβολο του φασισμού. Οι πρώτες ομάδες φασιστών που σχηματίστηκαν στην Ιταλία ονομάστηκαν «fascio di combattimento», δηλαδή ομάδες-δέσμες μάχης. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο Μπενίτο Μουσολίνι, το 1915 ενώ το 1919 ίδρυσε το φασιστικό κόμμα και υιοθέτησε τις fasces ως έμβλημα του.
Το κλίμα που επικρατούσε στην Ιταλία μετα την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ευνόησε την ανάπτυξη του φασισμού. Η οικονομική και πολιτική κρίση είχε φτάσει στο κατακόρυφο, γενική αναταραχή επικρατούσε σ' ολόκληρη την χώρα, οι παλιοί πολέμαρχοι δεν μπορούσαν να παραδεχτούν πως η Ιταλία βγήκε ουσιαστικά ηττημένη από τον πόλεμο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν ανίκανη πλέον να συγκρατήσει τα πράγματα και να δώσει μια διέξοδο στην κρίση. Έτσι, η αστική τάξη εκτίμησε πως μόνο με τη βία και την τρομοκρατία (που πήρε αφάνταστες διαστάσεις) θα μπορούσε να επιβληθεί.
Το φασιστικό σύστημα αναπτύχθηκε περισσότερο στη Γερμανία, με την εμφάνιση και επικράτηση του ναζιστικού κινήματος. Από το 1930 και μετά ο φασισμός επιβάλλεται πραξικοπηματικά από τις κυβερνήσεις πολλών κρατών σ' αυτά. Τέτοια ήταν η Πολωνία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Ρουμανία, Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.
Μετά τη συντριβή του στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο η ανάπτυξή του πέφτει κατακόρυφα. Όμως κι ως τα σήμερα ο φασισμός αξιοποιείται για την αντιμετώπιση των προοδευτικών κινημάτων σ' όλο τον κόσμο.
Ο Φασισμός απέρριψε τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα, το πνεύμα της Αμερικανικής και της Γαλλικής επανάστασης που είχε δώσει έμφαση στην ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και των φυλών. Το μήνυμα του Διαφωτισμού είχε συντελέσει στην προβολή της ατομικής αξιοπρέπειας και είχε τονίσει την ευρύτητα των αντιλήψεων σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία. Αντίθετα ο φασισμός εξύμνησε ως απόλυτη αρχή την υπέρτατη κυριαρχία του έθνους. Έθεσε ως αιτήματα αφ’ενός την αναβίωση του πνεύματος της αρχαίας πόλης-κράτους – ιδιαίτερα της πειθαρχίας και της απόλυτης αφοσίωσης στο καθήκον που χαρακτήριζαν την Σπάρτη – και αφ’ετέρου τον πλήρη συντονισμό κάθε πνευματικής και πρακτικής δραστηριότητας στον αγώνα κατά του σύγχρονου ατομικισμού και επιστημονικού σκεπτικισμού. Το Ιταλικό σύνθημα «να πιστεύεις, να υπακούς, να πολεμάς» ήταν η απάντηση του Φασισμού στο τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» της Γαλλικής επανάστασης και στα προφητικά και τα χριστιανικά μηνύματα ειρήνης. Ο συνδιασμος της τυφλής πίστης και της ανδροπρεπούς μαχητικότητας θα μετέτρεπε το έθνος σε μια μονίμως επιστρατευμένη ένοπλη δύναμη που θα κατακτούσε, θα διατηρούσε και θα διεύρυνε την εξουσία του.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές τα πρώτα ψήγματα των βάσεων της Φασιστική ιδεολογίας τα συναντάμε στην σκέψη του Φλωρεντινού Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527). Πίστευε ότι η ύπαρξη του κράτους νομιμοποιείται από την εξουσία, όταν αυτή ασκείται ορθολογικά από έναν άνδρα ικανο να χειραγωγεί τον λαό και να χρησιμοποιεί τον στρατό για τις προσωπικές του επιδιώξεις του. Αναζητώντας τον «νέο ηγεμόνα» και την νέα καθοδηγητική αρχή της πολιτικής, γνώριζε «ότι άνοιγε έναν δρόμο αδιάβατο μέχρι τώρα από τον άνθρωπο». Ο δρόμος αυτός οδήγησε τελικά στην απόλυτη κυριαρχία του κράτους. Έως τα μέσα του 17ου αιώνα η διατήρηση του νόμου και της τάξης αναδείχθηκε σε ανώτατη κατευθυντήρια αρχή, αλλά στο στάδιο αυτό το κράτος δεν έχει ακόμα μετατραπεί σε αντικείμενο δέους ή ευλάβειας.
Η τελευταία αυτή αντίληψη για το κράτος εμφανίστηκε μόνον ύστερα από την Γαλλική επανάσταση, στις θεωρίες κυρίως των Γερμανών Ρομαντικών φιλοσόφων, όπως του Γιόχαν Γκότληπ Φίχτε (1762-1814) και του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (1770-1831). Οι διανοητές αυτοί ανήγαγαν την εθνική συλλογικότητα σε απόλυτη αρχή, τόσο από ηθική όσο και από πολιτική σκοπιά. Το ουτοπικό «κλειστό κράτος» του Φίχτε ήταν αυταρχικό, αντιατομικιστικό και οικονομικά αυτάρκες. Ωστόσο ο Φίχτε δεν είχε περιβάλλει το κράτος με την ιερότητα την οποία του προσέδωσε ο Χέγκελ. Οι οπαδοί του Χέγκελ, όπως και εκείνοι του Φίχτε, παρέβλεψαν την πολυπλοκότητα και την αμφησιμία της φιλοσοφίας του και συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην πλευρά της θεωρίας του που εξυμνούσε το κράτος ως αυτοσκοπό, «πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», «συγκεκριμένης ελευθερίας». Μόνον ως υπήκοος του κράτους (το οποίο είχε γνωρίσει ο Χέγκελ υπό την μορφή της προσωπικής μοναρχίας) μπορεί το άτομο να κατακτήσει την αντικειμενική πραγματικότητα και τον ηθικό βίο. Η φύση της απεριόριστης κυριαρχίας του κράτους αποκαλύπτεται κατ’εξοχήν στον πόλεμο. Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε αισθητή η επίδραση του Γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν πρόδρομος του φασισμού όπως λανθασμένα πιστεύεται σε πολλές περιπτώσεις, αφού απεχθανόταν τον Γερμανικό εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και την κρατική εξουσία. Αντίθετα πρέσβευε έναν ακραίο ατομικισμό, καταδικάζοντας την τυφλή υπακοή των πιστών και οπαδών, όπως και τις παραδοσιακές αξίες της εκκλησίας και της πατρίδας. Απεχθανόταν όμως εξίσου τον κοινό άνθρωπο και την δημοκρατία. Πίστευε στις μεγάλες προσωπικότητες και στα αποκλειστικά δικαιώματα τους. Θεωρώντας ότι η εποχή του υστερούσε σε μεγαλείο και ηρωισμό, εξυμνούσε το θάρρος των μαχητών του πνεύματος, οι οποίοι ήταν αρκετά δυνατοί τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις που είχαν κληρονομήσει.
Ο Γάλλος αντιφιλελεύθερος ριζοσπάστης σοσιαλιστής Ζωρζ Σορέλ προέβαλε στην αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία του τον δυναμισμό και την νέα ζωτικότητα του ηρωικού προλεταριάτου έναντι της εξασθενημένης αστικής τάξης. Στο έργο του «Σκέψεις για την βία» (1908) ο Σορέλ υποστήριξε ότι το εργατικό κίνημα είχε ανάγκη από ανορθολογικούς μύθους για να φέρει σε πέρας την ιστορική αποστολή του. Η ιδέα αυτή επηρέασε πολλούς σοσιαλιστές στις λατινικές χώρες και ιδιαίτερα στην βορειοκεντρική Ιταλία, την εποχή που διαμορφωνόταν η πολιτική συνείδηση του νεαρού Μουσολίνι. Σύμφωνα με τον Σορέλ η βία ήταν «μεγαλειώδης» εφόσον εκπορευόταν από ένα κίνημα με ιστορική αποστολή. Το έργο του Γάλλου διανοητή συνένωσε την ριζοσπαστική σοσιαλιστική θεωρία της Αριστεράς με τον ριζοσπαστικό συντηρητισμό της Δεξιάς στην κοινή απόρριψη της αστικής μετριότητας.
Το κίνημα του φασισμού μελετήθηκε από πολλούς ξένους ερευνητές μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί είναι ο Ρόμπερτ Πάξτον (Robert Paxton) και ο Εμίλιο Τζεντίλε. Από τους πιο έγκυρους Έλληνες μελετητές του φαινομένου θεωρείται ο Νίκος Πουλαντζάς. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, ο φασισμός δεν ανέπτυξε ποτέ πλήρες δόγμα ή πολιτική θεωρία και, κυρίως, δεν γράφτηκαν οποιαδήποτε σημαντικά πολιτικά κείμενα από φασιστική σκοπιά μετά το 1945. Έτσι, σχεδόν όλα τα κείμενα πάνω στο θέμα της φασιστικής ιδεολογίας έχουν γραφτεί από μη φασίστες και αντιφασίστες συγγραφείς, και έτσι είναι συχνά δύσκολο να καθορίσει κανείς τη θέση του φασισμού πάνω σε διάφορα σημαντικά θέματα. Η λέξη "φασίστας" χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική σημασία, υποδηλώνοντας απολυταρχισμό και αντιδημοκρατική αντίληψη.
ΠΗΓΗ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου