Δημοσιεύτηκε από Blackfox
Μετά την αναφορά της έλευσης νέας έκδοσης του Mint σε προηγούμενο άρθρο, ο συντάκτης με το εύκαιρο… πειραματόζωο [αν μπορείς να αποκαλέσεις έτσι έναν υπολογιστή...] και την αστείρευτη διάθεση για δοκιμές αποφάσισε να κάνει την εγκατάσταση [ αυτό σημαίνει πως το Gentoo θα πάει λίγο πιο "πίσω" ] και να σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.
Ξεκινώντας πρέπει να αναφερθεί πως οι δοκιμές έγιναν με την έκδοση που έχει το περιβάλλον εργασίας MATE, το οποίο είναι στην ουσία η μετεξέλιξη του πάλαι πότε αγαπημένου GNOME 2.x καθώς -ελέω κάρτας γραφικών AMD- η έκδοση με το περιβάλλον εργασίας Cinnamon [που βασίζεται αμιγώς στο GNOME 3.x] ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί καθώς, ναι μεν το περιβάλλον δεν κατέρρεε αλλά η απεικόνιση του ήταν κάτι παραπάνω από προβληματική -ανεξαρτήτως οδηγού [ελεύθερου ή ιδιοταγούς] που επελέχθη για χρήση -επιβεβαιώνοντας εν μέρει την σημείωση έκδοσης που αναφέρει πως το Cinnamon δεν έχει ακόμα πλήρη συμβατότητα με όλες τις κάρτες γραφικών.
Στο σημείο, ωστόσο, που στάθηκε δυνατή η χρήση το Cinnamon μπορεί μόνο να περιγραφεί με τρεις λέξεις: “Χρηστικό Eye-Candy”. Συστήνεται ανεπιφύλακτα στους έχοντες συμβατές κάρτες γραφικών και διάθεση να… “εντυπωσιάσουν κόσμο” με ένα λειτουργικό που δείχνει “γούτσου-γούτσου” αλλά κάτω από το… καπό του κρύβονται δυνατές εκπλήξεις!
Μετά από αυτή την αναφορά ας ξεκινήσουμε το “ξεκοκκάλισμα” της έκδοσης MATE [χρησιμοποιήθηκε η 64 bit εκδοχή της] – μιας και είναι η ίδια διανομή βέβαια, τα συμπεράσματα [όπου δεν εξειδικεύονται στην MATE έκδοση] ισχύουν και για το “αδελφάκι” Cinnamon.
Ως διανομή που βασίζεται στο Ubuntu κερδίζει “αυτόματα” τα πλεονεκτήματά του [εύκολη εγκατάσταση/υποστήριξη υλικού κτλ.] αλλά, ευτυχώς για αυτήν, “διορθώνει” τα περισσότερα από τα μειονεκτήματα του. Ξεκινώντας την αναφορά στα πλεονεκτήματα, και στις δυο εκδόσεις το περιβάλλον εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο με την λέξη υποδειγματικό καθώς ο οποιουδήποτε επιπέδου χρήστης μπορεί, μετά το τέλος της εγκατάστασης να κάνει οτιδήποτε θέλει — και να βρει αυτό που θέλει με ελάχιστα κλικ. Το καλύτερο όμως είναι πως και τα δύο περιβάλλοντα είναι πλήρως παραμετροποιήσιμα με ελάχιστα κλικ.
Συνεχίζοντας, η συγκεκριμένη διανομή είναι μια από τις λίγες που περιέχει πραγματικά το λογισμικό που χρειάζεται ένας χρήστης για να κάνει την δουλειά του μετά το τέλος της εγκατάστασης – με λίγες λέξεις, κάτι παραπάνω από πλήρης. Με προεγκατεστημένο τον VLC [ίσως ένας από τους καλύτερους Players για Linux] για την απόλαυση πολυμέσων αλλά και δυνατότητα επιλογής μεταξύ των [προεγκατεστημένων] GNOME Mplayer αλλά και Totem και Banshee, αυτή η κατηγορία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαθέσιμων επιλογών που παρέχει το Mint. Στον τομέα των γραφικών ξεχωρίζει το GIMP [που έρχεται προεγκατεστημένο] ενώ το Mint ξεχωρίζει και για τις ενισχυμένες δυνατότητες ασφαλείας με παραμετροποιήσιμο firewall.
Πρέπει να σημειωθεί πως η εγκατάσταση, αν και χρησιμοποιεί τον ίδιο “μηχανισμό” με το Ubuntu, διαρκεί σημαντικά λιγότερο ενώ και αυτή ενημερώνει το σύστημα κατά την διάρκειά της. Οι ιδιοταγείς οδηγοί για τις δημοφιλείς κάρτες γραφικών ωστόσο δεν εγκαθίστανται αυτόματα [αυτό ισχύει για την AMD στο Ubuntu, για περιπτώσεις NVIDIA γίνεται λήψη του οδηγού κατά την εγκατάσταση] αλλά με την πρώτη εκκίνηση του συστήματος μια χαρακτηριστική ειδοποίηση ενημερώνει τον χρήστη που μπορεί να το κάνει με λίγα κλικ – χωρίς να έχει διορθωθεί, εν τούτοις, το πρόβλημα του Ubuntu με τον παρεχόμενο οδηγό που έχει “ενημερώσεις μετά την έκδοση” [η εγκατάσταση του οποίου, αποτυγχάνει πάντα].
Ο “θησαυρός” του Mint όμως είναι ο Διαχειριστής Λογισμικού. Όταν, στις πηγές λογισμικού, περιλαμβάνει και την γνωστή “υπηρεσία” GetDeb [έστω κι αν πρέπει να ενεργοποιηθεί χειροκίνητα] κι έτσι ο χρήστης μπορεί με ένα κλικ να εγκαταστήσει τελευταίες εκδόσεις δημοφιλέστατων παιχνιδιών, δεν μπορείς παρά να του βγάλεις το καπέλο. Ακόμα και στον τομέα των ενημερώσεων το Mint είναι … πολύ μπροστά [ακόμα κι αν φαίνεται δύσχρηστο το σύστημα "ταξινόμησης" προτεραιότητας με αριθμούς] καθώς τις περισσότερες φορές δεν απαιτείται καμία επανεκκίνηση ενώ το σύστημα δύναται να ενημερωθεί στο παρασκήνιο με τις σημαντικές ενημερώσεις ασφαλείας χωρίς παρέμβαση του χρήστη – αλλά με αντίστοιχη ένδειξη / ειδοποίηση προς αυτόν μετά το πέρας της διαδικασίας.
Ακόμα και λογισμικό που προέρχεται από άλλο περιβάλλον εργασίας [όπως στην εικόνα ο Kaffeine] εγκαθίσταται εύκολα και χωρίς επανεκκίνηση – και δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί εδώ πως, τουλάχιστον ο συγκεκριμένος player εκτελείται πολύ καλύτερα στο περιβάλλον του Mint!
Ξεκινώντας την αναφορά στα [ελάχιστα] μειονεκτήματα, ένα από αυτά που “κληρονόμησε” και το Mint είναι το πρόβλημα της εγκατάστασης σε δεύτερο δίσκο [το GRUB εγκαθίσταται σ'αυτόν και όχι στον πρώτο] αλλά και το γνωστό πλέον πρόβλημα με τα ακουστικά [όπου τα ηχεία συνεχίζουν να παίζουν όταν συνδέονται]. Άλλο ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε στον υπολογιστή της δοκιμής είναι η έλλειψη εγκατάστασης firmware για το ASUS P7131 Hybrid TV Tuner [το... περίεργο είναι πως, με το τέλος της εγκατάστασης το αρχείο υπήρχε και μετά την πρώτη επανεκκίνηση... εξαφανίστηκε]. Ήσσονος σημασίας μπορούν να θεωρηθούν μικρολαθάκια στην μετάφραση ενώ πρέπει να σημειωθεί πως ένα “αρνητικό” είναι πως η διανομή δείχνει πως εκτιμά την μπόλικη μνήμη [2 GB RAM και άνω] για να αποδώσει τα μέγιστα.
Επίσης, αν και αναφέρεται στις σημειώσεις έκδοσης, το Bluetooth δεν ήταν αξιοποιήσιμο [αν και αναγνωριζόταν] καθώς οι αντίστοιχες επιλογές δεν αποκρίνονταν.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, το Mint δείχνει έτοιμο να γίνει.. η πιο δημοφιλής διανομή καθώς έχει όλα τα εχέγγυα για να το κάνει. Έχοντας και αυτό ενεργή Ελληνική κοινότητα και βασιζόμενο στην “ευκολία” του “μπαμπά” Ubuntu, δείχνει πως σε λίγο καιρό -αν όχι τώρα…- ο “μαθητής” θα ξεπεράσει τον “δάσκαλο”.
Το σίγουρο είναι πως, αδιαμφισβήτητα, αυτή είναι η διανομή που δείχνει πως το Linux δεν είναι μόνο για ανθρώπους με… Master στην πληροφορική αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα απ’τον καθένα και σίγουρα μπορείτε να την προτείνετε στον “κολλημένο” με τα Windows φίλο σας .
ΠΗΓΗ
Μετά την αναφορά της έλευσης νέας έκδοσης του Mint σε προηγούμενο άρθρο, ο συντάκτης με το εύκαιρο… πειραματόζωο [αν μπορείς να αποκαλέσεις έτσι έναν υπολογιστή...] και την αστείρευτη διάθεση για δοκιμές αποφάσισε να κάνει την εγκατάσταση [ αυτό σημαίνει πως το Gentoo θα πάει λίγο πιο "πίσω" ] και να σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.
Ξεκινώντας πρέπει να αναφερθεί πως οι δοκιμές έγιναν με την έκδοση που έχει το περιβάλλον εργασίας MATE, το οποίο είναι στην ουσία η μετεξέλιξη του πάλαι πότε αγαπημένου GNOME 2.x καθώς -ελέω κάρτας γραφικών AMD- η έκδοση με το περιβάλλον εργασίας Cinnamon [που βασίζεται αμιγώς στο GNOME 3.x] ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί καθώς, ναι μεν το περιβάλλον δεν κατέρρεε αλλά η απεικόνιση του ήταν κάτι παραπάνω από προβληματική -ανεξαρτήτως οδηγού [ελεύθερου ή ιδιοταγούς] που επελέχθη για χρήση -επιβεβαιώνοντας εν μέρει την σημείωση έκδοσης που αναφέρει πως το Cinnamon δεν έχει ακόμα πλήρη συμβατότητα με όλες τις κάρτες γραφικών.
Στο σημείο, ωστόσο, που στάθηκε δυνατή η χρήση το Cinnamon μπορεί μόνο να περιγραφεί με τρεις λέξεις: “Χρηστικό Eye-Candy”. Συστήνεται ανεπιφύλακτα στους έχοντες συμβατές κάρτες γραφικών και διάθεση να… “εντυπωσιάσουν κόσμο” με ένα λειτουργικό που δείχνει “γούτσου-γούτσου” αλλά κάτω από το… καπό του κρύβονται δυνατές εκπλήξεις!
Μετά από αυτή την αναφορά ας ξεκινήσουμε το “ξεκοκκάλισμα” της έκδοσης MATE [χρησιμοποιήθηκε η 64 bit εκδοχή της] – μιας και είναι η ίδια διανομή βέβαια, τα συμπεράσματα [όπου δεν εξειδικεύονται στην MATE έκδοση] ισχύουν και για το “αδελφάκι” Cinnamon.
Ως διανομή που βασίζεται στο Ubuntu κερδίζει “αυτόματα” τα πλεονεκτήματά του [εύκολη εγκατάσταση/υποστήριξη υλικού κτλ.] αλλά, ευτυχώς για αυτήν, “διορθώνει” τα περισσότερα από τα μειονεκτήματα του. Ξεκινώντας την αναφορά στα πλεονεκτήματα, και στις δυο εκδόσεις το περιβάλλον εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο με την λέξη υποδειγματικό καθώς ο οποιουδήποτε επιπέδου χρήστης μπορεί, μετά το τέλος της εγκατάστασης να κάνει οτιδήποτε θέλει — και να βρει αυτό που θέλει με ελάχιστα κλικ. Το καλύτερο όμως είναι πως και τα δύο περιβάλλοντα είναι πλήρως παραμετροποιήσιμα με ελάχιστα κλικ.
Συνεχίζοντας, η συγκεκριμένη διανομή είναι μια από τις λίγες που περιέχει πραγματικά το λογισμικό που χρειάζεται ένας χρήστης για να κάνει την δουλειά του μετά το τέλος της εγκατάστασης – με λίγες λέξεις, κάτι παραπάνω από πλήρης. Με προεγκατεστημένο τον VLC [ίσως ένας από τους καλύτερους Players για Linux] για την απόλαυση πολυμέσων αλλά και δυνατότητα επιλογής μεταξύ των [προεγκατεστημένων] GNOME Mplayer αλλά και Totem και Banshee, αυτή η κατηγορία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαθέσιμων επιλογών που παρέχει το Mint. Στον τομέα των γραφικών ξεχωρίζει το GIMP [που έρχεται προεγκατεστημένο] ενώ το Mint ξεχωρίζει και για τις ενισχυμένες δυνατότητες ασφαλείας με παραμετροποιήσιμο firewall.
Πρέπει να σημειωθεί πως η εγκατάσταση, αν και χρησιμοποιεί τον ίδιο “μηχανισμό” με το Ubuntu, διαρκεί σημαντικά λιγότερο ενώ και αυτή ενημερώνει το σύστημα κατά την διάρκειά της. Οι ιδιοταγείς οδηγοί για τις δημοφιλείς κάρτες γραφικών ωστόσο δεν εγκαθίστανται αυτόματα [αυτό ισχύει για την AMD στο Ubuntu, για περιπτώσεις NVIDIA γίνεται λήψη του οδηγού κατά την εγκατάσταση] αλλά με την πρώτη εκκίνηση του συστήματος μια χαρακτηριστική ειδοποίηση ενημερώνει τον χρήστη που μπορεί να το κάνει με λίγα κλικ – χωρίς να έχει διορθωθεί, εν τούτοις, το πρόβλημα του Ubuntu με τον παρεχόμενο οδηγό που έχει “ενημερώσεις μετά την έκδοση” [η εγκατάσταση του οποίου, αποτυγχάνει πάντα].
Ο “θησαυρός” του Mint όμως είναι ο Διαχειριστής Λογισμικού. Όταν, στις πηγές λογισμικού, περιλαμβάνει και την γνωστή “υπηρεσία” GetDeb [έστω κι αν πρέπει να ενεργοποιηθεί χειροκίνητα] κι έτσι ο χρήστης μπορεί με ένα κλικ να εγκαταστήσει τελευταίες εκδόσεις δημοφιλέστατων παιχνιδιών, δεν μπορείς παρά να του βγάλεις το καπέλο. Ακόμα και στον τομέα των ενημερώσεων το Mint είναι … πολύ μπροστά [ακόμα κι αν φαίνεται δύσχρηστο το σύστημα "ταξινόμησης" προτεραιότητας με αριθμούς] καθώς τις περισσότερες φορές δεν απαιτείται καμία επανεκκίνηση ενώ το σύστημα δύναται να ενημερωθεί στο παρασκήνιο με τις σημαντικές ενημερώσεις ασφαλείας χωρίς παρέμβαση του χρήστη – αλλά με αντίστοιχη ένδειξη / ειδοποίηση προς αυτόν μετά το πέρας της διαδικασίας.
Ακόμα και λογισμικό που προέρχεται από άλλο περιβάλλον εργασίας [όπως στην εικόνα ο Kaffeine] εγκαθίσταται εύκολα και χωρίς επανεκκίνηση – και δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί εδώ πως, τουλάχιστον ο συγκεκριμένος player εκτελείται πολύ καλύτερα στο περιβάλλον του Mint!
Ξεκινώντας την αναφορά στα [ελάχιστα] μειονεκτήματα, ένα από αυτά που “κληρονόμησε” και το Mint είναι το πρόβλημα της εγκατάστασης σε δεύτερο δίσκο [το GRUB εγκαθίσταται σ'αυτόν και όχι στον πρώτο] αλλά και το γνωστό πλέον πρόβλημα με τα ακουστικά [όπου τα ηχεία συνεχίζουν να παίζουν όταν συνδέονται]. Άλλο ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε στον υπολογιστή της δοκιμής είναι η έλλειψη εγκατάστασης firmware για το ASUS P7131 Hybrid TV Tuner [το... περίεργο είναι πως, με το τέλος της εγκατάστασης το αρχείο υπήρχε και μετά την πρώτη επανεκκίνηση... εξαφανίστηκε]. Ήσσονος σημασίας μπορούν να θεωρηθούν μικρολαθάκια στην μετάφραση ενώ πρέπει να σημειωθεί πως ένα “αρνητικό” είναι πως η διανομή δείχνει πως εκτιμά την μπόλικη μνήμη [2 GB RAM και άνω] για να αποδώσει τα μέγιστα.
Επίσης, αν και αναφέρεται στις σημειώσεις έκδοσης, το Bluetooth δεν ήταν αξιοποιήσιμο [αν και αναγνωριζόταν] καθώς οι αντίστοιχες επιλογές δεν αποκρίνονταν.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, το Mint δείχνει έτοιμο να γίνει.. η πιο δημοφιλής διανομή καθώς έχει όλα τα εχέγγυα για να το κάνει. Έχοντας και αυτό ενεργή Ελληνική κοινότητα και βασιζόμενο στην “ευκολία” του “μπαμπά” Ubuntu, δείχνει πως σε λίγο καιρό -αν όχι τώρα…- ο “μαθητής” θα ξεπεράσει τον “δάσκαλο”.
Το σίγουρο είναι πως, αδιαμφισβήτητα, αυτή είναι η διανομή που δείχνει πως το Linux δεν είναι μόνο για ανθρώπους με… Master στην πληροφορική αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα απ’τον καθένα και σίγουρα μπορείτε να την προτείνετε στον “κολλημένο” με τα Windows φίλο σας .
ΠΗΓΗ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου