Ο Nικαραγουανός επαναστάτης Σέζαρ Σαντίνο έδιωξε τους Αμερικάνους από την χώρα του αφήνοντας κληρονομιά τους Σαντινίστας. Έπεσε από το χέρι των προδοτών συμπατριωτών στενών συνεργατών των Αμερικανών, με δέλεαρ μια συνάντηση ειρήνης τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν άνανδρα.
Γιατί ο αντάρτης στρατηγός δεν κατάφερε απλώς να διώξει τις δυνάμεις κατοχής των ΗΠΑ από τη Νικαράγουα, αλλά η ανηλεής αντίστασή του θα εγκαθίδρυε τα αντιαμερικανικά αισθήματα στη χώρα και θα έπειθε τελικά τον γίγαντα του αμερικανικού Βορρά πως η στρατιωτική επέμβαση δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση.
Ήταν η μικρή και ταπεινή Νικαράγουα του στρατηγού Αουγκούστο Σέζαρ Σαντίνο και ο πόλεμός του ενάντια στην αμερικανική κατοχή που θα ξεχώριζε ως γεγονός ανάμεσα στα άλλα καθοριστικά γεγονότα της λατινοαμερικάνικης ηπείρου. Κι αυτό γιατί λειτούργησε ως ένα από τα ισχυρότερα αναχώματα του αμερικανικού επεκτατισμού στα νότια, μια πρακτική που είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται ως και τις μέρες μας.
Το κατόρθωμα του Σαντίνο απλώθηκε πάνω από τον κόσμο, δείχνοντας σε όλους ότι ακόμα και ένας μικρός αντάρτικος στρατός μπορεί να αμφισβητήσει, να αποκρούσει, ακόμη και να νικήσει τη στρατιωτική υπεροχή μιας υπερδύναμης!
Οι Σαντινίστας θα γίνονταν τελικά σύμβολο αντίστασης στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, όπως και ο αδάμαστος πατριώτης που έσπευδε να χαιρετίζει τους κατακτητές με λόγια σαν κι αυτά: «Ελάτε, σκοτώστε μας στη χώρα μας όσοι πολλοί κι αν είστε. Θα σας περιμένω σαν αρχηγός γνήσιων πατριωτών. Κι αν μας σκοτώσετε, το αίμα μας θα κυλίσει πάνω στους άσπρους τοίχους του Λευκού σας Οίκου, αυτής της φωλιάς μέσα στην οποία εξυφαίνονται εγκληματικά σχέδια»…
Η δυτική Ιστορία θα τον κρίνει βέβαια ως «αμφιλεγόμενη προσωπικότητα», καθώς το κίνημα των Σαντινίστας θα ξαναχτυπούσε το 1979, φέρνοντας νέους πονοκεφάλους στους Αμερικανούς. Όλοι θυμήθηκαν τότε τον ηγέτη Σαντίνο και τα λιγοστά του παλικάρια που αποσύρθηκαν στα βουνά της Νικαράγουας το 1927 για να κάνουν ανταρτοπόλεμο στους πεζοναύτες των ΗΠΑ και τους πάνοπλους γηγενείς συνεργούς τους.
Στον απόηχο του άθλου του Σαντίνο, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ θα εγκαινίαζε την «πολιτική της καλής γειτονίας», μια αναδιάρθρωση δηλαδή της παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στους λατινοαμερικάνους γείτονές τους.
Όσο για τον ίδιο τον Σαντίνο, πάνω που είχε καταφέρει το 1933 να διώξει τον αμερικανικό στρατό από τα προγονικά εδάφη, δεν θα ζούσε πολύ για να χαρεί τον άθλο του. Έπεσε θύμα των προδοτών της Εθνικής Φρουράς, στενών συνεργατών των Αμερικανών, η οποία με δέλεαρ μια συνάντηση ειρήνης θα τον απαγάγει και θα τον δολοφονήσει άνανδρα, όπως ήταν εξάλλου και οι άντρες της.
Ο Σαντίνο όμως δεν θα πέθαινε πραγματικά, όντας ως ιδέα πίσω από κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ή κίνημα αντίστασης στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν στα πέρατα της υφηλίου...
Πρώτα χρόνιαΟ Αουγκούστο Καλδερόν Σαντίνο (το Σέζαρ το υιοθέτησε αργότερα ως μεσαίο όνομά του) γεννιέται στις 18 Μαΐου 1895 (ή 1894) σε ένα χωριουδάκι της Νικαράγουας ως νόθος γιος μιας νεαρής υπηρέτριας. Για χρόνια και χρόνια ο πατέρας δεν αναγνώριζε το παιδί του, αφήνοντας μάνα και γιο να ζουν βουτηγμένοι στη φτώχεια και την ντροπή.
Σε ηλικία 11 ετών, ο πλούσιος γαιοκτήμονας ισπανικής καταγωγής, Γκρεγκόριο Σαντίνο, τον πήρε τελικά κοντά του και τον μόρφωσε, τόσο στο σχολείο του χωριού όσο και σε προπαρασκευαστική εμπορική σχολή της Γρανάδα. Ο νεαρός Αουγκούστο πήρε ένα δίπλωμα για εμπορικές δραστηριότητες, αν και μέχρι τότε είχε άλλα στον νου του.
Τον Ιούλιο του 1912, ο 17χρονος νεαρός είδε μια στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην πατρίδα του, κι αυτό για να καταστείλουν ως δυνάμεις κατοχής άλλο ένα λαϊκό ξέσπασμα κατά του προέδρου Ντιάζ, της αμερικανικής μαριονέτας στο τιμόνι της χώρας δηλαδή. Οι ξενόφερτοι πεζοναύτες έπνιξαν το κίνημα στο αίμα, ο θερμόαιμος Σαντίνο είχε ωστόσο άλλα προβλήματα πια.
Συγκεκριμένα, δεν καθόταν στα αυγά του και πια ήταν γνωστός στο καθεστώς ως ταραξίας. Το πράγμα θα κλιμακωνόταν το 1921, όταν ο Σαντίνο αποπειράθηκε να σκοτώσει τον γιο ενός πλούσιου και συντηρητικού επάρχου που είχε κάνει μειωτικά σχόλια για την υπηρέτρια μητέρα του. Κατά άλλη εκδοχή, ήταν οι πολιτικές διαφορές που άναψαν τα αίματα.
Όπως κι αν έχει, ο 26χρονος νεαρός αναγκάζεται να φύγει από τη χώρα. Περνά από Ονδούρα, μένει για λίγο στη Γουατεμάλα και καταφτάνει τελικά στο Μεξικό, όπου θα πιάσει δουλειά στον αμερικανικό κολοσσό Standard Oil και τις πετρελαιοπηγές του στη χώρα.
Το Μεξικό διένυε τις τελευταίες φάσεις της Μεξικανικής Επανάστασης και ο παθιασμένος νικαραγουανός πατριώτης θα ενταχθεί σε πλήθος αντι-ιμπεριαλιστικών, αναρχικών και μαρξιστικών οργανώσεων, κάνοντας όνειρα για μια ελεύθερη από ξένες επιρροές πατρίδα.Συνειδητοποιώντας ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν η μόνη λύση…
Το ποντίκι τα βάζει με τη γάταΤο 1926, όταν ο χρόνος για τη δίωξή του είχε παρέλθει, ο Σαντίνο επέστρεψε στη Νικαράγουα για να βρει άλλη μια πολιτική ταραχή σε εξέλιξη. Μια ομάδα λιμπεραλιστών είχαν εξεγερθεί κατά του δικτάτορα πλέον Ντιάζ, κάτι που ανάγκασε τις ΗΠΑ να στείλουν για άλλη μια φορά τους πεζοναύτες τους στη χώρα, όπως συνήθιζαν άλλωστε να κάνουν καθ’ όλη την περίοδο από το 1909-1926, λειτουργώντας ως αυτόκλητοι τοποτηρητές της περιοχής.
Ο Σαντίνο έφτιαξε στα γρήγορα έναν μικρό στρατό από ανθρακωρύχους και έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης ενός ορυχείου. Μέσα στις αρχαιρεσίες του αντάρτικου κινήματος και τις εκατέρωθεν καχυποψίες, οι αμερικανοί κομάντος αποβιβάζονται στις 6 Ιανουαρίου 1927 στο λιμάνι Κοριέντες για την καταστολή του αντικυβερνητικού κινήματος.
Ο Σαντίνο αποφάσισε να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Φιλελεύθερους του Χουάν Σακάσα, ενός διεκδικητή της προεδρίας που είχε επιστρέψει μόλις από την εξορία, ιδρύοντας τη δική του αντάρτικη κυβέρνηση στην ανατολική ακτή της Νικαράγουας. Ο σοσιαλιστής Σαντίνο δεν ένιωθε και πολύ ευτυχής που συνεργαζόταν με τους φιλελεύθερους, ο σκοπός ήταν ωστόσο ιερός και πάνω από κάθε ιδεολογία.
Μέχρι το 1927, ο Σαντίνο διέθετε μια υπολογίσιμη δύναμη αγροτών και ανθρακωρύχων και έκανε συχνές επιθέσεις κατά των Αμερικανών και των ντόπιων συνεργατών τους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Ο ρόλος του στην πορεία του αντάρτικου ήταν καθοριστικός και οι επαναστάτες ήταν να καταλάβουν την πρωτεύουσα Μανάγουα, όταν οι ΗΠΑ στέλνουν και νέο στρατό απειλώντας πια με ολομέτωπο πόλεμο.
Κι έτσι μαγικά οι επαναστάτες στρατηγοί συμφωνούν σε κατάπαυση του πυρός στις 4 Μαΐου 1927, όχι όμως και ο Σαντίνο! Την ώρα που οι Φιλελεύθεροι αποδέχονται την εξουσία του Ντιάζ και συναινούν στη δημιουργία νέου κρατικού στρατού, της διαβόητης Εθνικής Φρουράς, ο «κόκκινος» Σαντίνο αποσύρεται στα βουνά για να συνεχίσει τη μάχη.
Ο πρόεδρος Αντόλφο Ντιάζ ενισχύθηκε από 16 πολεμικά πλοία των ΗΠΑ γεμάτα από πολεμικό υλικό και άντρες, 3.900 στρατιώτες, 865 πεζοναύτες και 215 αξιωματικούς συγκεκριμένα. Εγκαταλείποντας τα προσχήματα, ο νικαραγουανός ηγέτης παραδέχεται ούτε λίγο ούτε πολύ πως η κυβέρνησή του δεν ήταν παρά ένα δίκτυο εξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων.
Την ώρα που όλοι οι άλλοι καταθέτουν τα όπλα ενώπιον του επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος των ΗΠΑ, συνταγματάρχη Χένρι Στίμσον, κάποιος Σέζαρ Σαντίνο συνεχίζει τη μάχη από τα βουνά, απευθύνοντας την 1η Ιουλίου 1927 το πρώτο από τα περιβόητα διαγγέλματά του από το Σαν Αλμπίνο, ένα χωριό στα βόρεια της χώρας.
Αυτή ήταν η έναρξη ενός επικών διαστάσεων αγώνα που δεν θα σταματούσε ουσιαστικά παρά με την ύπουλη δολοφονία του Σαντίνο το 1934. Πραγματικά βέβαια δεν σταμάτησε ποτέ, καθώς οι επίγονοί του θα θριάμβευαν τελικά το 1979 έναντι της στυγνής δικτατορίας του Σομόσα Γκαρσία.
Η «Έφοδος στον Ουρανό», όπως ονομάστηκε το κίνημα του Σαντίνο, ξεκίνησε με το περίφημο κάλεσμά του: «Υπόσχομαι στη χώρα μου και την Ιστορία ότι το σπαθί μου θα αποκαταστήσει την εθνική τιμή και θα φέρει λευτεριά στους κατακτημένους. Θα σηκώσω το γάντι που μας ρίχνουν οι αισχροί κατακτητές και προδότες της πατρίδας μου. Οι άντρες μου κι εγώ θα χτίσουμε έναν τοίχο πάνω στον οποίο οι μυριάδες εχθροί της Νικαράγουας θα τσακιστούν και θα νικηθούν. Αλλά κι αν οι άντρες μου σκοτωθούν ζητώντας τη λευτεριά, θα αφήσουν τα κόκκαλα πολλών ταγμάτων επιδρομέων να ασπρίζουν στις πλαγιές των βουνών της πατρίδας μας».
Ο Σαντίνο πολεμούσε μόνος τόσο τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής όσο και τους πρώην συντρόφους του στον αντικυβερνητικό αγώνα. Μέσα στις ταραχές, θα βρει τον χρόνο να παντρευτεί στις 18 Μαΐου 1927 την καλή του, μια νεαρή τηλεγραφίστρια της επανάστασης. Το δικό του αντάρτικο δεν ανησυχούσε καθόλου την εξουσία, καθώς όλο το κίνημα είχε καταθέσει τα όπλα και δεν απέμεναν παρά μερικοί τρελοί που είχαν πάρει τα βουνά. Αμερικανοί πεζοναύτες και η Εθνική Φρουρά της Νικαράγουας καταλάμβαναν εξάλλου τάχιστα τα εδάφη του, δεν φαινόταν λοιπόν πως θα έκανε σοβαρή αντίσταση ο Σαντίνο.
Κι όμως, η επίθεση που έκανε στις 16 Ιουλίου 1927 σε ένα απόσπασμα πεζοναυτών ανησύχησε την Ουάσιγκτον και έφερε τον παγκόσμιο Τύπο στη μικρή αυτή γωνιά της Γης. Ο ανταρτοπόλεμος γενικεύτηκε και παρά το γεγονός ότι ο παθιασμένος επαναστάτης δεν θα κατάφερνε να απαλλάξει τις εθνικές εκλογές του 1928, του 1930 και του 1932 από την κηδεμονία των ΗΠΑ, ούτε και τον σχηματισμό της αμερικανοκρατούμενης Εθνοφυλακής φυσικά, δεν καταβλήθηκε ποτέ.
Αντιθέτως, κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερα λαϊκά ερείσματα, αλλά και την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη σύσσωμης της Λατινικής Αμερικής. Όσο συνέχιζε τουλάχιστον να χτυπά τους Αμερικάνους όπου και όπως τους έβρισκε! Οι επιστολές που αντάλλαξαν μάλιστα ο αμερικανός τοποτηρητής Στίμσον και ο επαναστάτης Σαντίνο φανερώνουν τους διαφορετικούς δρόμους που είχαν διαλέξει στη ζωή. «Η λαϊκή κυριαρχία δεν είναι θέμα προς συζήτηση, αλλά προς υπεράσπιση με τα όπλα στο χέρι», του απάντησε ο «κόκκινος» επαναστάτης στις εκκλήσεις του για παράδοση των ανταρτών…
Απόσυρση των Αμερικανών και προδοσίαΠαρά το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά αποκομμένος και χωρίς συμμάχους, κατάφερε με τη συνεχή παρενόχληση να κάνει τον αμερικανό πρόεδρο να σκεφτεί μια ενδεχόμενη απόσυρση. Σε αυτό έπαιξε αναμφίβολα ρόλο πως οι ΗΠΑ είχαν ήδη βουτηχτεί στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, όταν οι στρατιωτικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό έγιναν δυσβάσταχτα ακριβές.
Τον Ιανουάριο του 1931, ο υπουργός Εσωτερικών πια Χένρι Στίμσον ανακοίνωσε επισήμως την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Νικαράγουα μετά τις εκλογές του 1932. Οι Αμερικάνοι άφησαν ως διάδοχη κατάσταση την Εθνοφυλακή της Νικαράγουας, που ήταν στελεχωμένη ακόμα και με στρατιωτικούς των ΗΠΑ για να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο.
Το καλοκαίρι του 1931, οι Σαντινίστας έκαναν μια σειρά από στοχευμένες επιθέσεις σε νευραλγικούς στόχους στα μήκη και τα πλάτη της Νικαράγουας. Παρά το γεγονός ότι είχαν στα χέρια τους αρκετές αγροτικές περιοχές και οικισμούς, οι επαναστάτες δεν προσπάθησαν να πάρουν στην κατοχή τους τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τον Ιανουάριο του 1933, στο πλαίσιο της «πολιτικής της καλής γειτονίας», και ο τελευταίος αμερικανός πεζοναύτης εγκατέλειπε τη Μανάγουα. Ο παλιός σύντροφος του Σαντίνο, Χουάν Σακάσα, ανακηρύχθηκε πρόεδρος της χώρας και ο επαναστάτης, αφού χαιρέτισε τη νέα κυβέρνηση, υποσχέθηκε πως δεν θα χύσει το αίμα κανενός Αμερικανού στη χώρα, μιας και ο λαός των ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ ο εχθρός του, παρά η πολιτική της κυβέρνησής του.
Σαντίνο και Σακάσα συναντήθηκαν τον Φεβρουάριο του 1934, έπειτα από τη διετή παραμονή του Σαντίνο στο Μεξικό, όταν ο αντάρτης δήλωσε την υποστήριξή του στον νέο πρόεδρο. Αυτή η Εθνική Φρουρά των ακροδεξιών προδοτών τού καθόταν όμως στον λαιμό, θεωρώντας πως οι σχέσεις της με την Αμερική ήταν ξεκάθαρες και αντισυνταγματικές.
Ο υπεύθυνός της άλλωστε, στρατηγός Γκαρσία, ήταν μεγάλος πολέμιος του Σαντίνο και όλοι στην Εθνοφυλακή είχαν εχθρικά αισθήματα απέναντί του. Και χωρίς να το ξέρει ο νέος πρόεδρος, ο μετέπειτα δικτάτορας Γκαρσία μεθόδευε ήδη τη δολοφονία του επαναστάτη! Του πρότειναν μια συνάντηση ειρήνης δηλαδή στη Μανάγουα, στην οποία ο αντάρτης στρατηγός έκανε το λάθος να πάει στις 21 Φεβρουαρίου 1934 με τον αδερφό του και τους δυο στενότερους επιτελείς του. Τους εκτέλεσαν σε ένα σταυροδρόμι.
Με τον παθιασμένο επαναστάτη και τους πιστούς Σαντινίστας του εκτός κάδρου, ο Σομόσα Γκαρσία θα έκανε το πραξικόπημά του δύο χρόνια αργότερα, το οποίο θα κρατούσε αυτόν και την οικογένειά του στο χουντικό τιμόνι της Νικαράγουας μέχρι το 1979, όταν μια νέα γενιά Σαντινίστας, επισήμως πια Μέτωπο Εθνικής Αντίστασης Σαντινίστας, θα γκρέμιζαν τους προδότες από την εξουσία τους.
Όπως παραδέχονταν όλοι, ήταν η μνήμη της αντίστασης του ηρωικού Σαντίνο αυτή που εγκαθίδρυσε τον νέο αγώνα των Σαντινίστας, δείχνοντας πως οι λαοί δεν νικιούνται τελικά, παρά καταλαγιάζουν προσωρινά…
ΠΗΓΗ 1
ΠΗΓΗ 2
Πρώτα χρόνιαΟ Αουγκούστο Καλδερόν Σαντίνο (το Σέζαρ το υιοθέτησε αργότερα ως μεσαίο όνομά του) γεννιέται στις 18 Μαΐου 1895 (ή 1894) σε ένα χωριουδάκι της Νικαράγουας ως νόθος γιος μιας νεαρής υπηρέτριας. Για χρόνια και χρόνια ο πατέρας δεν αναγνώριζε το παιδί του, αφήνοντας μάνα και γιο να ζουν βουτηγμένοι στη φτώχεια και την ντροπή.
Σε ηλικία 11 ετών, ο πλούσιος γαιοκτήμονας ισπανικής καταγωγής, Γκρεγκόριο Σαντίνο, τον πήρε τελικά κοντά του και τον μόρφωσε, τόσο στο σχολείο του χωριού όσο και σε προπαρασκευαστική εμπορική σχολή της Γρανάδα. Ο νεαρός Αουγκούστο πήρε ένα δίπλωμα για εμπορικές δραστηριότητες, αν και μέχρι τότε είχε άλλα στον νου του.
Τον Ιούλιο του 1912, ο 17χρονος νεαρός είδε μια στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην πατρίδα του, κι αυτό για να καταστείλουν ως δυνάμεις κατοχής άλλο ένα λαϊκό ξέσπασμα κατά του προέδρου Ντιάζ, της αμερικανικής μαριονέτας στο τιμόνι της χώρας δηλαδή. Οι ξενόφερτοι πεζοναύτες έπνιξαν το κίνημα στο αίμα, ο θερμόαιμος Σαντίνο είχε ωστόσο άλλα προβλήματα πια.
Συγκεκριμένα, δεν καθόταν στα αυγά του και πια ήταν γνωστός στο καθεστώς ως ταραξίας. Το πράγμα θα κλιμακωνόταν το 1921, όταν ο Σαντίνο αποπειράθηκε να σκοτώσει τον γιο ενός πλούσιου και συντηρητικού επάρχου που είχε κάνει μειωτικά σχόλια για την υπηρέτρια μητέρα του. Κατά άλλη εκδοχή, ήταν οι πολιτικές διαφορές που άναψαν τα αίματα.
Όπως κι αν έχει, ο 26χρονος νεαρός αναγκάζεται να φύγει από τη χώρα. Περνά από Ονδούρα, μένει για λίγο στη Γουατεμάλα και καταφτάνει τελικά στο Μεξικό, όπου θα πιάσει δουλειά στον αμερικανικό κολοσσό Standard Oil και τις πετρελαιοπηγές του στη χώρα.
Το Μεξικό διένυε τις τελευταίες φάσεις της Μεξικανικής Επανάστασης και ο παθιασμένος νικαραγουανός πατριώτης θα ενταχθεί σε πλήθος αντι-ιμπεριαλιστικών, αναρχικών και μαρξιστικών οργανώσεων, κάνοντας όνειρα για μια ελεύθερη από ξένες επιρροές πατρίδα.Συνειδητοποιώντας ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν η μόνη λύση…
Το ποντίκι τα βάζει με τη γάταΤο 1926, όταν ο χρόνος για τη δίωξή του είχε παρέλθει, ο Σαντίνο επέστρεψε στη Νικαράγουα για να βρει άλλη μια πολιτική ταραχή σε εξέλιξη. Μια ομάδα λιμπεραλιστών είχαν εξεγερθεί κατά του δικτάτορα πλέον Ντιάζ, κάτι που ανάγκασε τις ΗΠΑ να στείλουν για άλλη μια φορά τους πεζοναύτες τους στη χώρα, όπως συνήθιζαν άλλωστε να κάνουν καθ’ όλη την περίοδο από το 1909-1926, λειτουργώντας ως αυτόκλητοι τοποτηρητές της περιοχής.
Ο Σαντίνο έφτιαξε στα γρήγορα έναν μικρό στρατό από ανθρακωρύχους και έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης ενός ορυχείου. Μέσα στις αρχαιρεσίες του αντάρτικου κινήματος και τις εκατέρωθεν καχυποψίες, οι αμερικανοί κομάντος αποβιβάζονται στις 6 Ιανουαρίου 1927 στο λιμάνι Κοριέντες για την καταστολή του αντικυβερνητικού κινήματος.
Ο Σαντίνο αποφάσισε να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Φιλελεύθερους του Χουάν Σακάσα, ενός διεκδικητή της προεδρίας που είχε επιστρέψει μόλις από την εξορία, ιδρύοντας τη δική του αντάρτικη κυβέρνηση στην ανατολική ακτή της Νικαράγουας. Ο σοσιαλιστής Σαντίνο δεν ένιωθε και πολύ ευτυχής που συνεργαζόταν με τους φιλελεύθερους, ο σκοπός ήταν ωστόσο ιερός και πάνω από κάθε ιδεολογία.
Μέχρι το 1927, ο Σαντίνο διέθετε μια υπολογίσιμη δύναμη αγροτών και ανθρακωρύχων και έκανε συχνές επιθέσεις κατά των Αμερικανών και των ντόπιων συνεργατών τους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Ο ρόλος του στην πορεία του αντάρτικου ήταν καθοριστικός και οι επαναστάτες ήταν να καταλάβουν την πρωτεύουσα Μανάγουα, όταν οι ΗΠΑ στέλνουν και νέο στρατό απειλώντας πια με ολομέτωπο πόλεμο.
Κι έτσι μαγικά οι επαναστάτες στρατηγοί συμφωνούν σε κατάπαυση του πυρός στις 4 Μαΐου 1927, όχι όμως και ο Σαντίνο! Την ώρα που οι Φιλελεύθεροι αποδέχονται την εξουσία του Ντιάζ και συναινούν στη δημιουργία νέου κρατικού στρατού, της διαβόητης Εθνικής Φρουράς, ο «κόκκινος» Σαντίνο αποσύρεται στα βουνά για να συνεχίσει τη μάχη.
Ο πρόεδρος Αντόλφο Ντιάζ ενισχύθηκε από 16 πολεμικά πλοία των ΗΠΑ γεμάτα από πολεμικό υλικό και άντρες, 3.900 στρατιώτες, 865 πεζοναύτες και 215 αξιωματικούς συγκεκριμένα. Εγκαταλείποντας τα προσχήματα, ο νικαραγουανός ηγέτης παραδέχεται ούτε λίγο ούτε πολύ πως η κυβέρνησή του δεν ήταν παρά ένα δίκτυο εξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων.
Την ώρα που όλοι οι άλλοι καταθέτουν τα όπλα ενώπιον του επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος των ΗΠΑ, συνταγματάρχη Χένρι Στίμσον, κάποιος Σέζαρ Σαντίνο συνεχίζει τη μάχη από τα βουνά, απευθύνοντας την 1η Ιουλίου 1927 το πρώτο από τα περιβόητα διαγγέλματά του από το Σαν Αλμπίνο, ένα χωριό στα βόρεια της χώρας.
Αυτή ήταν η έναρξη ενός επικών διαστάσεων αγώνα που δεν θα σταματούσε ουσιαστικά παρά με την ύπουλη δολοφονία του Σαντίνο το 1934. Πραγματικά βέβαια δεν σταμάτησε ποτέ, καθώς οι επίγονοί του θα θριάμβευαν τελικά το 1979 έναντι της στυγνής δικτατορίας του Σομόσα Γκαρσία.
Η «Έφοδος στον Ουρανό», όπως ονομάστηκε το κίνημα του Σαντίνο, ξεκίνησε με το περίφημο κάλεσμά του: «Υπόσχομαι στη χώρα μου και την Ιστορία ότι το σπαθί μου θα αποκαταστήσει την εθνική τιμή και θα φέρει λευτεριά στους κατακτημένους. Θα σηκώσω το γάντι που μας ρίχνουν οι αισχροί κατακτητές και προδότες της πατρίδας μου. Οι άντρες μου κι εγώ θα χτίσουμε έναν τοίχο πάνω στον οποίο οι μυριάδες εχθροί της Νικαράγουας θα τσακιστούν και θα νικηθούν. Αλλά κι αν οι άντρες μου σκοτωθούν ζητώντας τη λευτεριά, θα αφήσουν τα κόκκαλα πολλών ταγμάτων επιδρομέων να ασπρίζουν στις πλαγιές των βουνών της πατρίδας μας».
Ο Σαντίνο πολεμούσε μόνος τόσο τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής όσο και τους πρώην συντρόφους του στον αντικυβερνητικό αγώνα. Μέσα στις ταραχές, θα βρει τον χρόνο να παντρευτεί στις 18 Μαΐου 1927 την καλή του, μια νεαρή τηλεγραφίστρια της επανάστασης. Το δικό του αντάρτικο δεν ανησυχούσε καθόλου την εξουσία, καθώς όλο το κίνημα είχε καταθέσει τα όπλα και δεν απέμεναν παρά μερικοί τρελοί που είχαν πάρει τα βουνά. Αμερικανοί πεζοναύτες και η Εθνική Φρουρά της Νικαράγουας καταλάμβαναν εξάλλου τάχιστα τα εδάφη του, δεν φαινόταν λοιπόν πως θα έκανε σοβαρή αντίσταση ο Σαντίνο.
Κι όμως, η επίθεση που έκανε στις 16 Ιουλίου 1927 σε ένα απόσπασμα πεζοναυτών ανησύχησε την Ουάσιγκτον και έφερε τον παγκόσμιο Τύπο στη μικρή αυτή γωνιά της Γης. Ο ανταρτοπόλεμος γενικεύτηκε και παρά το γεγονός ότι ο παθιασμένος επαναστάτης δεν θα κατάφερνε να απαλλάξει τις εθνικές εκλογές του 1928, του 1930 και του 1932 από την κηδεμονία των ΗΠΑ, ούτε και τον σχηματισμό της αμερικανοκρατούμενης Εθνοφυλακής φυσικά, δεν καταβλήθηκε ποτέ.
Αντιθέτως, κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερα λαϊκά ερείσματα, αλλά και την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη σύσσωμης της Λατινικής Αμερικής. Όσο συνέχιζε τουλάχιστον να χτυπά τους Αμερικάνους όπου και όπως τους έβρισκε! Οι επιστολές που αντάλλαξαν μάλιστα ο αμερικανός τοποτηρητής Στίμσον και ο επαναστάτης Σαντίνο φανερώνουν τους διαφορετικούς δρόμους που είχαν διαλέξει στη ζωή. «Η λαϊκή κυριαρχία δεν είναι θέμα προς συζήτηση, αλλά προς υπεράσπιση με τα όπλα στο χέρι», του απάντησε ο «κόκκινος» επαναστάτης στις εκκλήσεις του για παράδοση των ανταρτών…
Απόσυρση των Αμερικανών και προδοσίαΠαρά το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά αποκομμένος και χωρίς συμμάχους, κατάφερε με τη συνεχή παρενόχληση να κάνει τον αμερικανό πρόεδρο να σκεφτεί μια ενδεχόμενη απόσυρση. Σε αυτό έπαιξε αναμφίβολα ρόλο πως οι ΗΠΑ είχαν ήδη βουτηχτεί στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, όταν οι στρατιωτικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό έγιναν δυσβάσταχτα ακριβές.
Τον Ιανουάριο του 1931, ο υπουργός Εσωτερικών πια Χένρι Στίμσον ανακοίνωσε επισήμως την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Νικαράγουα μετά τις εκλογές του 1932. Οι Αμερικάνοι άφησαν ως διάδοχη κατάσταση την Εθνοφυλακή της Νικαράγουας, που ήταν στελεχωμένη ακόμα και με στρατιωτικούς των ΗΠΑ για να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο.
Το καλοκαίρι του 1931, οι Σαντινίστας έκαναν μια σειρά από στοχευμένες επιθέσεις σε νευραλγικούς στόχους στα μήκη και τα πλάτη της Νικαράγουας. Παρά το γεγονός ότι είχαν στα χέρια τους αρκετές αγροτικές περιοχές και οικισμούς, οι επαναστάτες δεν προσπάθησαν να πάρουν στην κατοχή τους τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τον Ιανουάριο του 1933, στο πλαίσιο της «πολιτικής της καλής γειτονίας», και ο τελευταίος αμερικανός πεζοναύτης εγκατέλειπε τη Μανάγουα. Ο παλιός σύντροφος του Σαντίνο, Χουάν Σακάσα, ανακηρύχθηκε πρόεδρος της χώρας και ο επαναστάτης, αφού χαιρέτισε τη νέα κυβέρνηση, υποσχέθηκε πως δεν θα χύσει το αίμα κανενός Αμερικανού στη χώρα, μιας και ο λαός των ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ ο εχθρός του, παρά η πολιτική της κυβέρνησής του.
Σαντίνο και Σακάσα συναντήθηκαν τον Φεβρουάριο του 1934, έπειτα από τη διετή παραμονή του Σαντίνο στο Μεξικό, όταν ο αντάρτης δήλωσε την υποστήριξή του στον νέο πρόεδρο. Αυτή η Εθνική Φρουρά των ακροδεξιών προδοτών τού καθόταν όμως στον λαιμό, θεωρώντας πως οι σχέσεις της με την Αμερική ήταν ξεκάθαρες και αντισυνταγματικές.
Ο υπεύθυνός της άλλωστε, στρατηγός Γκαρσία, ήταν μεγάλος πολέμιος του Σαντίνο και όλοι στην Εθνοφυλακή είχαν εχθρικά αισθήματα απέναντί του. Και χωρίς να το ξέρει ο νέος πρόεδρος, ο μετέπειτα δικτάτορας Γκαρσία μεθόδευε ήδη τη δολοφονία του επαναστάτη! Του πρότειναν μια συνάντηση ειρήνης δηλαδή στη Μανάγουα, στην οποία ο αντάρτης στρατηγός έκανε το λάθος να πάει στις 21 Φεβρουαρίου 1934 με τον αδερφό του και τους δυο στενότερους επιτελείς του. Τους εκτέλεσαν σε ένα σταυροδρόμι.
Με τον παθιασμένο επαναστάτη και τους πιστούς Σαντινίστας του εκτός κάδρου, ο Σομόσα Γκαρσία θα έκανε το πραξικόπημά του δύο χρόνια αργότερα, το οποίο θα κρατούσε αυτόν και την οικογένειά του στο χουντικό τιμόνι της Νικαράγουας μέχρι το 1979, όταν μια νέα γενιά Σαντινίστας, επισήμως πια Μέτωπο Εθνικής Αντίστασης Σαντινίστας, θα γκρέμιζαν τους προδότες από την εξουσία τους.
Όπως παραδέχονταν όλοι, ήταν η μνήμη της αντίστασης του ηρωικού Σαντίνο αυτή που εγκαθίδρυσε τον νέο αγώνα των Σαντινίστας, δείχνοντας πως οι λαοί δεν νικιούνται τελικά, παρά καταλαγιάζουν προσωρινά…
ΠΗΓΗ 1
ΠΗΓΗ 2
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου