Ομιλείτε ελληνικά; Είναι γνωστό ότι η γλώσσα μας φημίζεται για το πόσο πλούσια είναι και για το πόσες εναλλακτικές λέξεις σου δίνει, μπορεις να πεις το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς τρόπους. Στη παρακάτω λίστα θα βρεις αρκετές από αυτές με αλφαβητική σειρά ωστε να τις εντάξεις στο καθημερινό λεξιλόγιο σου. Καλή ανάγνωση!
Στη λίστα παρακάτω θα διαβάσεις λέξεις που είναι οι σπανιότερες της ελληνικής γλώσσας και που δυστυχώς δεν ακούς αλλά ούτε και χρησιμοποιείς καθημερινά. Ήρθε η ώρα να τις γνωρίσεις και να τις εντάξεις στην ομιλία και την γραφή σου, καθώς είναι υπέροχες.
-- Α -
αβυσσαλέος: (επίθ.) όταν έχει μεγάλο βάθος
αγαστός: (επίθ.) . άξιος θαυμασμού, άριστος
αδυσώπητος: (επίθ.) που δεν δείχνει έλεος, λύπηση
ακόρεστος: δεν μπορεί να χορτάσει, αυτός που δεν ικανοποιείται εύκολα
αλεξιβρόχιο: ομπρέλα
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) που εφαρμόζει τις αρχές του αλτρουισμού
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) ο σκληρός, με αδυσώπητο ύφος
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: ο συναγωνισμός για τα πρωτεία
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία: o γενναίος, η παλικαριά
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: σκληρός, αδυσώπητος
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ) ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
-- Β --
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ (συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ).
-- Γ --
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα
-- Δ --
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, ο αργόστροφος
-- Ε --
εγείρω: προκαλώ, γεννώ σκέψη ή σκέψεις
ειμαρμένη: η μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό του κάθε ανθρώπου
εκμαυλίζω: (ρ.) .παρασύρω κάποιον σε διαφθορά και σε κακές συνήθειες
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα εναντίον κάποιου
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ο επίμονος
ενδόμυχος: (επίθ.) που βρίσκεται σε βάθος
επαίσχυντος: που προκαλεί ντροπή
επάρατος: κατι που σε οδηγεί στην καταστροφή
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) τα λεω με θαρρος
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός , αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία
-- Θ --
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: που επιτρέπεται από το νόμο
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
-- Κ --
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καπηλεύομαι: εκμεταλλεύομαι ευγενικές ιδέες για ίδιο όφελος
κατακερματισμός: η διάσπαση ενός αντικειμένου σε πάρα πολλά μικρά κομμάτια, η συντριβή του
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: (ουσ. αρσ.) αυτος που με το λόγο ή πράξη που εξευτελίζει και ταπεινώνει
κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.
κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.
-- Λ --
λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
-- Μ --
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: αποδίδω μια μομφή, κατηγορώ κάποιον για κάτι άσχημο
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής
μυσταγωγία: η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
-- Ν --
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη
νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.
νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.
-- Ο --
οδυρμός: ο θρήνος
ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
-- Π --
παιανίζω: παίζω εμβατήριο
πακτωλός: μεγάλη ποσότητα
πανάκεια: αυτο που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες
παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
προπηλακίζω: εκστομίζω ύβρεις εναντίον κάποιου σε δημόσια εμφάνισή του, κατακρίνω βίαια
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
-- Ρ --
ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
ρηξικέλευθος: (επίθ.) Αυτός που δημιουργεί πρόοδο, ανοίγει νέους δρόμους στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..
-- Σ --
σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω, διαλέγω
συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.
-- Τ --
ταλανίζω: (ρ.) ταλαιπωρώ, βασανίζω
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.
τραγέλαφος: κάτι που είναι αφύσικο αλλά και γελοίο
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
-- Υ --
υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπω: (ρ.) κρύβω και προστατεύω κάποιον ή κάτι.
υπονομεύω: (ρ.) με ύπουλο και μεθοδικό τρόπο προσπαθώ να βλάψω κάποιον ή να τον μειώσω ηθικά ή υλικά.
υποσκάπτω: (ρ.) κλονίζω, δυναμιτίζω.
υποσκελίζω: (ρ.) παραγκωνίζω, παίρνω τη θέση κάποιου με αθέμιτα μέσα
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια, ξανακυλώ.
-- Φ --
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
φωταψία: φωταγώγηση, φωτοχυσία.
-- Χ --
χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
-- Ψ --
ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου