Το δέσιμο και η αγάπη των Βραζιλιάνων με το ποδόσφαιρο έγινε πολλές φορές εργαλείο χειραγώγησης από τα δικτατορικά καθεστώτα που κυβέρνησαν τη Βραζιλία, τα οποία χρησιμοποίησαν το λαοφιλές άθλημα με τη λογική του «άρτος και θεάματα».
Το φαινόμενο αυτό γιγαντώθηκε στη δεκαετία του `70, όπως μας πληροφορεί το inbedwithmaradona.com, στα χρόνια της στρατιωτικής χούντας του Εμίλιο Μέντισι, ο οποίος έδωσε «γη και ύδωρ» στο ποδόσφαιρο για να αποπροσανατολίζει τον κόσμο από τα φρικτά εγκλήματα του…
Ο Μέντισι το 1969 στη λαϊκή κατακραυγή για τις συλλήψεις, τις απαγωγές και τα βασανιστήρια των αντιφρονούντων του καθεστώτος, απάντησε με… ποδόσφαιρο. Συγκεκριμένα, έδωσε την άδεια για την κατασκευή 13 νέων γηπέδων στη χώρα και ξεκίνησε να γίνεται τακτικός θαμώνας στα επίσημα της Φλαμένγκο, κερδίζοντας πόντους δημοφιλίας από τους οπαδούς της. Λέγεται μάλιστα πως πολλές φορές επενέβαινε και στον καταρτισμό της 11άδας!
Πιο «σκούρα» βρήκε τα πράγματα με τη «σελεσάο», όπου εκεί έκανε κουμάντο ο τεχνικός της, Ζοάο Σαλντάνια. Ο τελευταίος όταν δέχτηκε υπόδειξη από τον Μέντισι να πάρει στην ομάδα τον επιθετικό Ντάριο, απάντησε: «Εγώ δεν ανακατεύομαι με το υπουργικό συμβούλιο, αυτός δεν θα ανακατευτεί με την ομάδα μου».
Ο Σαλντάνια φυσικά απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στη θέση του προσλήφθηκε ο δημοφιλής Μάριο Ζαγκάλο, δις παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία (1958, 1962) και αγαπημένος των ΜΜΕ. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η καλύτερη «σελεσάο» όλων των εποχών με Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον κατέκτησε το Μουντιάλ του `70 και το καθεστώς καπηλεύτηκε ξεδιάντροπα εκείνο το επίτευγμα.
Ο Μέντισι συνέδεσε την επιτυχία αυτή με την εγχώρια «επιτυχία» της δικτατορίας σε όλους τους τομείς. Ο συγχαρητήριος λόγος του δικτάτορα ήταν χαρακτηριστικός: «Αισθάνομαι μεγάλη χαρά να βλέπω την ικανοποίηση των συμπατριωτών μας σε αυτή την υψηλή επίδειξη πατριωτισμού. Ταυτίζω αυτή τη νίκη με την επιτυχία, που ήρθε μέσω της αθλητικής αδελφοσύνης, με την αναπτέρωση της πίστης του έθνους μας στην πάλη για την εθνική ανάπτυξη. Ταυτίζω αυτή την επιτυχία μας με την ιδιοφυΐα (!) και τη γενναιότητα μας, την επιμονή και ανωτερότητα μας σε τεχνική ικανότητα, στη φυσική προετοιμασία μας και την ηθική μας ύπαρξη. Πάνω απ` όλα, οι παίκτες μας κέρδισαν, επειδή ήξεραν πώς να παίξουν για το συλλογικό καλο»…
Η επιστροφή της αποστολής της ομάδας από το Μεξικό κηρύχθηκε εθνική αργία και μόλις έφτασαν οι παίκτες πήγαν πρώτα στην Μπραζίλια για να συναντηθούν με τον Μέντισι. Οι εφημερίδες την επόμενη ημέρα γέμισαν φωτογραφίες με επικολυρικές λεζάντες, ενώ κάθε παίκτης πήρε ένα δώρο αξίας 18.500 δολαρίων!
Παράλληλα, το καθεστώς υιοθέτησε το τραγούδι της ομάδας στο Μουντιάλ το «Εμπρός Βραζιλία», σαν… επίσημο ύμνο του και το πλαίσιωσε με το motto του «κανείς δεν θα εμποδίσει τώρα τη Βραζιλία», το οποίο συνοδευόταν με τις αντίστοιχες φωτογραφίες του Πελέ… Στόχος αυτής της καμπάνιας ήταν να εξομοιωθεί η κατάκτηση του Μουντιάλ με το «οικονομικό θαύμα» της δικτατορίας, δηλαδή τα δύο πράγματα που ενδιέφεραν περισσότερο τον μέσο Βραζιλιάνο.
Η Αριστερά και οι ακτιβιστές κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να σταματήσουν την προπαγάνδα, τονίζοντας πως «οι ζητωκραυγές των οπαδών καταπνίγουν τα ουρλιαχτά των θυμάτων των βασανιστηρίων». Εις μάτην, πάντως…
Όμως η χούντα δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στις δικές της καταπιεστικές μεθόδους και την ελευθεριότητα του «joga bonito», πράγμα που της γύρισε μπούμερανγκ.
Το 1974 η δικτατορία του Μέντισι, η οποία όδευε στο τέλος της, έδωσε τα σκήπτρα του Υπουργείου Αθλητισμού στον εν αποστρατεία Ναύαρχο, Χέλιο Νούνες. Παράλληλα, ο Νούνες ήταν ο επικεφαλής του συντηρητικού ARENA, που κυβερνούσε τη χώρα, στο Ρίο και με… συνοπτικές διαδικασίες «φύτεψε» στην Α` κατηγορία της Βραζιλίας την ποδοσφαιρική ομάδα της περιοχής του για να ενισχύσει το φιλολαϊκό προφίλ της χούντας.
Την ίδια στιγμή όμως η «σελεσάο» στο Μουντιάλ του 1974 με Ζαγκάλο στον πάγκο, αλλά χωρίς Πελέ, απέτυχε και η κυβέρνηση ανέλαβε, μέσω του Νούνες, την αναδόμηση της ομάδας σύμφωνα με τα δικά της στάνταρ.
Το 1975 ο Μέντισι παρέδωσε τα ηνία της διακυβέρνησης στον Ερνέστο Γκέισελ. Ο ίδιος δεν ήταν φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, όπως ο προκάτοχος του, αλλά για λόγους δημοσίων σχέσεων έγινε υποστηρικτής της Μποταφόγκο του Ρίο, παρότι λόγω καταγωγής ήταν οπαδός της Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε!
Ο Γκέισελ λοιπόν δεν έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο, όπως ο Μέντισι, με τον Χέλιο Νούνες να αναλαμβάνει αυτός ηγετικό ρόλο, με κωμικοτραγικά αποτελέσματα…
Ο πρώην Ναύαρχος λοιπόν θέλησε να δώσει στη «σελεσάο»… στρατιωτικές αρχές. Το «joga bonito» το οποίο βασιζόταν στον «αυτοσχεδιασμό, την ατομική προσπάθεια και την ασέβεια», όπως διακήρυττε το καθεστώς, ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές που ήθελε η δικτατορία να εμφυσήσει στο έθνος…
Έτσι, η νέα εθνική ομάδα θα χτιζόταν με τις αρχές της πειθαρχίας και της φυσικής κατάστασης και για τον λόγο αυτό ο Μάριο Ζαγκάλο έφυγε και στη θέση του ήρθε ο πρώην λοχαγός (!), Κλαούντιο Κουτίνιο.
Ο νέος προπονητής ήθελε μια Βραζιλία σαν «έναν ευκίνητο λόχο» και μετέτρεψε το προπονητήριο σε… στρατόπεδο, γεμάτο στρατιωτικά συνθήματα και πανό υπέρ της χούντας!
Οι προπονήσεις πλέον γίνονταν παρουσία σωματοφυλάκων για να… απαγορεύουν στους παίκτες να μιλάνε ελεύθερα στον Τύπο. Ο Καζού, ο μεγάλος μέσος της Μποταφόγκο, που… τόλμησε να ψελλίσει δημόσια κάτι περί ρατσισμού, αποπέμφθηκε από την ομάδα με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι τακτικές αυτές οδήγησαν σε νέα αποτυχία στο Μουντιάλ του 1978-για τα μέτρα της Βραζιλίας η 3η θέση έτσι λογίζεται- και ο κόσμος ξέσπασε κατά των υπεύθυνων οι οποίοι είχαν οδηγήσει εκεί την ομάδα.
Το σημαντικότερο όμως ήταν πως πλέον οι Βραζιλιάνοι δεν παρασύρονταν από τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες και εξέφραζαν ανοιχτά πλέον την καθολική αντίδραση τους στη χούντα. Το «οικονομικό θαύμα» του Μέντισι σύντομα έδωσε τη θέση του στον υπερ-πληθωρισμό και την εκτόξευση του εξωτερικού χρέους.
Ο διάδοχος του Γκέισελ, ο Ζοάο Φιγκειρέδο ξεκίνησε σιγά-σιγά την εκδημοκρατικοποίηση και το ποδόσφαιρο μέσω της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» του Σόκρατες έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επακόλουθη «abertura», στην αποκατάσταση δηλαδή της δημοκρατίας στη χώρα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου